Οι
παλιές, καλές παιδικές ασθένειες του Κυπριακού ξαναφούντωσαν τις περασμένες
μέρες με αφορμή την κλήση συγγενών αγνοουμένων από τις κατοχικές αρχές για να
δώσουν καταθέσεις αναφορικά με τις υποθέσεις τους. Η δημόσια συζήτηση
συνοδεύτηκε από τις γνωστές λαϊκιστικές κορώνες και τις παρεμβάσεις των
ημιμαθών. Σε αυτούς οφείλουμε να απαντούμε με νομικά και πολιτικά επιχειρήματα
ώστε η διαχείριση του θέματος να μην αφήνεται έρμαιο ενός φολκλόρ
συναισθηματισμού και μιας μυωπικής ανάλυσης. Να, λοιπόν, οι σύντομες απαντήσεις
σε όσα ακούστηκαν αυτές τις μέρες.
Πρώτο,
η κατάθεση στις κατοχικές αρχές από οποιοδήποτε άτομο δεν συνιστά αναγνώριση
του κατοχικού καθεστώτος. Ο απλός λόγος είναι ότι τα άτομα δεν μπορούν να
αναγνωρίσουν ή να αποαναγνωρίσουν ένα κράτος ή μια άλλη οντότητα που
προβλέπεται από το δημόσιο διεθνές δίκαιο. Ακόμα και αν φωνάξουμε χίλιες φορές
ότι δεν αναγνωρίζουμε το ψευδοκράτος ή αν κρατήσουμε την αναπνοή μας μέχρι να
σκάσουμε, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει: η δυνατότητα αναγνώρισης κρατών
απονέμεται στα κράτη.
Δεύτερον,
δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ΕΔΑΔ απευθύνεται αποκλειστικά στην Τουρκία, την
οποία θεωρεί ως διεθνώς υπεύθυνη για τις υποθέσεις των αγνοουμένων. Αν η
Τουρκία επιθυμεί να παρουσιάζει συνεχώς την “ΤΔΒΚ” ως ξεχωριστό κράτος με
θεσμούς και όργανα, αυτό δεν αλλάζει το εύρημα του δικαστηρίου ότι αποτελεί μια
υποτελή διοίκηση, οι πράξεις και παραλείψεις της οποίας αποδίδονται στην Τουρκία.
Τρίτον,
το επιχειρήμα ότι ο θύτης δεν μπορεί να είναι κριτής των δικών του ενεργειών ούτε
να δώσει θεραπεία στο θύμα είναι μια από τις μεγαλύτερες παρανοήσεις, αν όχι
ξερό ψέμα, που ειπώθηκε για το θέμα των αγνοουμένων. Το σύστημα προστασίας
ανθρωπίνων δικαιωμάτων που επιβλέπει το ΕΔΑΔ είναι οικοδομημένο με τέτοιο τρόπο
που να εναποθέτει την κύρια, αν όχι αποκλειστική, ευθύνη στα κράτη για την
τήρηση και το σεβασμό τους στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Τα κράτη που
παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους, όπως αυτές απορρέουν από την ΕΣΔΑ, οφείλουν
να δώσουν αποτελεσματική θεραπεία. Η συμμόρφωση με τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ και η
αποτελεσματικότητα της όποιας θεραπείας επιβλέπεται από την Επιτροπή Υπουργών,
όπου η Κύπρος συμμέτεχει. Πρόσφατα μάλιστα εξασφάλισε μια εξαιρετικά θετική
απόφαση της εν λόγω Επιτροπής που
καλεί την Τουρκία να ενεργήσει ειδικά επί της διεξαγωγής διερευνήσεων.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, διερωτάται
εύλογα κάποιος ποιες ήταν οι προσδοκίες των συγγενών αγνοουμένων όταν
προσέφευγαν στη διεθνή δικαιοσύνη. Πίστευαν ή πείστηκαν από κάποιους ότι το
ΕΔΑΔ θα είχε τη δυνατότητα να αποδόσει τη διερεύνηση σε τρίτο κράτος ή θεσμό
για να εξασφαλιστεί κάποια φευγαλέα «αντικειμενική» κρίση;
Το ζήτημα έχει και μια διάσταση προσωπικής
ευθύνης: οι συγγενείς των αγνοουμένων είναι προφανώς ελεύθεροι να αποφασίσουν
αν θα δώσουν ή όχι καταθέσεις. Και οι δύο επιλογές έχουν συγκεκριμένες
συνέπειες. Από τη μια η υποβολή ενός γραπτού υπομνήματος στις κατοχικές αρχές
με όλες τις πληροφορίες που κατέχουν μεταθέτει το βάρος ευθύνης στην Τουρκία να
διεξάγει τις έρευνες με τις σαφείς προϋποθέσεις που επιτάσσει η νομολογία του
ΕΔΑΔ να έχουν. Από την άλλη, η άρνηση να δώσουν κατάθεση δίνει το πρόσχημα στην
Τουρκία να επικαλεστεί αυτή την άρνηση και να «θάψει» το ζήτημα με την πρώτη
ευκαιρία, ισχυριζόμενη ότι η ίδια έπραξε το μέρος που της αναλογεί.
Η απόφαση, λοιπόν, είναι στα χέρια των
συγγενών των αγνοουμένων: διαρκής χρήση των ουσιαστικών και διαδικαστικών μέσων
για να παραμένει ανοικτή η υποχρέωση της Τουρκίας για λογοδοσία ή άρνηση
συμμετοχής σε μια διαδικασία που επιβλέπεται από τους μηχανισμούς διεθνούς
δικαιοσύνης με συνέπεια την απαλλαγή της Τουρκίας από τις ευθύνες της;
1 σχόλιο:
Όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα. Εμάς μας βολεύουν τα ψέμματα και οι ψευδαισθήσεις.
Δημοσίευση σχολίου