25 Δεκεμβρίου 2011

Ομιλούσες γραβάτες, τσαχπίνικα ταγέρ



Το βράδυ της περασμένης Κυριακής ήταν βγαλμένο από τους πιο καφκικούς λαβυρίνθους. Σε όποιο κανάλι κι αν γύριζα, οι ίδιες ομιλούσες γραβάτες και τα πιο τσαχπίνικα ταγέρ επαναλάμβαναν τον προβληματισμό τους για το μέτρο της αποχής. Ωστόσο, όπως η ατέρμονη επανάληψη του «Πάτερ Ημών» δεν είναι ικανή να σου σώσει την ψυχή, έτσι κι ο εξορκισμός της αποχής δεν είναι ικανός να πάρει τη σκέψη και τη δράση ένα βήμα παραπέρα. 
Η αποχή μαζί με τη λευκή ψήφο πλησίασαν το 40%, αλλά στα τηλεοπτικά πάνελ δεν φάνηκε να ιδρώνει το αφτί κανενός. Αντιθέτως, οι πολιτικοί έπεσαν στην παγίδα των δημοσιογράφων και έβγαλαν τα υπολογιστικά μηχανάκια τους φτιάχνοντας σούμες για τις προεδρικές εκλογές. Έπιασαν το νήμα, λοιπόν, από τις προηγούμενες εκλογές με την ίδια ηθικίστικη προσέγγιση στην αποχή, που «πρέπει να προβληματίσει» επειδή «στέλνει ένα μήνυμα στις πολιτικές ηγεσίες». Κι όμως η αποχή δεν ήρθε ουρανοκατέβατη – αντίθετα στις τελευταίες τρεις εκλογικές αναμετρήσεις καταγράφει σταθερά διψήφια ποσοστά, αφού στις προεδρικές του 2008 ήταν 11%, στις ευρωεκλογές του 2009 41% και στις βουλευτικές του 2011 ήταν 21%. Όσο όμως αντιμετωπίζεται ως ο οξαποδώ για τον οποίο δεν θα μιλάμε μέσα στο πολιτικό μας σπίτι, τόσο θα μας επισκέπτεται. Κι όμως νομίζω ότι η αποχή μπορεί να αναλυθεί και να εξηγηθεί, αρκεί να μην έχεις πάρει διαζύγιο από την πραγματικότητα. Αρκετά, λοιπόν, με τους κομματικούς στρατούς, που έχοντας κανιβαλίσει τη νοημοσύνη μας για χρόνια, εκφράζουν τώρα τον προβληματισμό τους για την αποχή.
Στα κακά μαντάτα των εκλογών, πρέπει να προσμετρηθεί η ήττα του ΑΚΕΛ και η άνοδος του ΔΗΣΥ. Κι αυτό επειδή το αποτέλεσμα διαμορφώνει τους όρους για την όξυνση του πολιτικού σκηνικού στους επόμενους μήνες. Από τη μια, το ΑΚΕΛ θυμάται τους εφιάλτες της πολιτικής απομόνωσης, που ενδεχομένως να το οδηγήσει ξανά σε μια καταστροφική για τον τόπο πολιτική συνεργασία. Ακόμα κι αν κάποιοι άλλοι άνθρωποι άλλαξαν σιόρ, δεν μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε το ίδιο και για το Κόμμα. Με άλλα λόγια, μπαίνουμε σε πρόγραμμα επαναστατικής γυμναστικής με πολλή πραξικοπηματολογία και περί αντιακελισμού κλαψούρισμα τους επόμενους μήνες. Η Αριστερά όμως σήμερα έχει ανάγκη από τουλάχιστον τρία πράγματα: ουμανιστικό περιεχόμενο, κοινωνικό ακτιβισμό και ατζέντα για το περιβάλλον. Πράγματα, δηλαδή, που θα ακούγονται κινέζικα στην Εζεκία Παπαϊωάννου.
Στην άλλη πλευρά του πολιτικού στερεώματος, δεν μπορούσα να μην παρατηρήσω τα σάλια των εκπροσώπων του ΔΗΣΥ να ξεχειλίζουν από τον τηλεοπτικό δέκτη με αυτό που οι ίδιοι ερμήνευαν ως αφετηρία της επιστροφής στην εξουσία. Οι φόβοι μου είναι δύο: πρώτον, οι διαδοχικές εκλογικές πρωτιές έχουν δημιουργήσει μια ανεξέλεγκτη προσδοκία επιστροφής στην εξουσία που μπορεί να γίνει τυφλό πάθος άμα τη αναλήψει της. Και δεύτερον, και ίσως πιο ανησυχητικό, η καμπάνια του «Ενώνουμε δυνάμεις» ξεχειλώνει διαρκώς για να δημιουργήσει μια ετερόκλιτη λεγεώνα που θα πολεμήσει στις προεδρικές. Η κοινωνία μας θα σπρωχθεί έτσι ακόμα πιο δεξιά, σε πιο συντηρητικές και ακραίες θέσεις για μια πλειάδα θεμάτων, ώστε να επαναπατριστούν οι παλιοί συναγωνιστές. Τηλεγραφικά: μεταναστευτικό, κοινωνική πολιτική, Κυπριακό, ανθρώπινα δικαιώματα. Νίκο, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.
Ανακεφαλαιωτικά, με το κλείσιμο των καλπών ανοίγει το χρονοντούλαπο της ιστορίας και οι παλιοί καλοί σκελετοί επιστρέφουν στο προσκήνιο. Η εμφυλιοπολεμική ρητορική και πολιτική πρακτική θα αυξάνεται, οι δύο μεγάλοι του πολιτικού συστήματος θα οδεύσουν σε οριστική σύγκρουση και όλοι εμείς οι φιλελεύθεροι, προοδευτικοί, λογικοί και μετριοπαθείς θα βρεθούμε ξανά πολιτικά άστεγοι. Το χειρότερο ωστόσο θα είναι η καταχώρισή μας στις τελευταίες υποσημειώσεις της ιστορίας. Από αυτή την προοπτική όμως υποψιάζομαι ότι δεν μπορεί να σωθεί όποιος χώνει το κεφάλι του βαθύτερα στην άμμο της αποχής.

18 Δεκεμβρίου 2011

Respublica Cypria delenda est




Η Κυπριακή Δημοκρατία, ως άθροισμα κακών πρακτικών, νοσηρών νοοτροπιών, αποτυχημένων πολιτικών, παραπλανητικών ιδεοληψιών, μεγαλομανών δηλώσεων, κληρονομικών δικαιωμάτων και δημόσιων αναπηριών πρέπει να πεθάνει. Με ή χωρίς λύση στον ορατό χρονικό ορίζοντα, η τερατογένεση του 1960 έχει εξαντλήσει τα όρια της – μαζί με αυτά και τα δικά μας. Προτού φτάσει στη σημερινή προχωρημένη της σήψη, τράφηκε από τις σάρκες της μια μετα-τριτοκοσμική ελίτ, που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να δίνει τον τόνο στη δημόσια υποκρισία.


Ας αποφασίσουμε αν αυτό που πραγματικά θέλουμε είναι η λύση ομοσπονδίας ή η διχοτόμηση. Οι διαρκείς αρνήσεις και οι χιμαιρικές προσδοκίες δεν ωφέλησαν μέχρι σήμερα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι θα ωφελήσουν σε κάτι από εδώ και πέρα. Η ευθύνη βρίσκεται στην απόφαση μας και όχι στην αναβολή. Αρκετά με το να κρυβόμαστε πίσω από τις εύκολες φράσεις, τις έτοιμες ατάκες που συνθέτουν το κοινό λεξιλόγιο πολιτικής επικοινωνίας. Ομοσπονδία σημαίνει διαμοιρασμός της εξουσίας, συνύπαρξη και πολλαπλασιασμός των δυνατοτήτων. Διχοτόμηση σημαίνει δικαίωση του οράματος της «καθαρής λύσης» με τη de jure γένεση της ελληνικής δημοκρατίας της νοτίου Κύπρου, πολιτική αιμομιξία και μετάθεση μιας ακόμης σύγκρουσης στο μέλλον. Διαλέγετε και παίρνετε. Και τα δύο όμως είναι επιλογές που βαραίνουν εμάς. Το κρυφτούλι από την ευθύνη έχει τελειώσει.


Ας τελειώνουμε και με τους απαρχαιωμένους θεσμούς διακυβέρνησης και δημόσιας διοίκησης. Η ιερή αγελάδα που ονομάζεται Σύνταγμα πρέπει να σφαχτεί. Για χρόνια συνεχίζει η ίδια μονότονη μελωδία: το σύνταγμα είναι δοτό, αλλά το σύνταγμα δεν μπορεί να αλλάξει. Παραμένουμε έτσι καθηλωμένοι και δέσμιοι των 200 άρθρων του, λες και υπάρχουμε για να υπηρετούμε ένα νομικό κείμενο και όχι το ανάποδο. Ο τόπος αδυνατεί να περπατήσει με αυτό το βαρίδι στα πόδια. Ας αλλάξουμε πολίτευμα. Με ισοζυγισμένη κατανομή εξουσιών και αρμοδιοτήτων, με ενίσχυση της ευθύνης των αξωματούχων, με δημιουργία διαρκούς λογοδοσίας, με θέση σε ισχύ μηχανισμών διαφάνειας, με αποκέντρωση και εξορθολογισμό της λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών. Να δώσουμε ένα τέλος στην κληρονομικώ δικαίω δημοκρατία μας, που ανακυκλώνει τους ίδιους ανθρώπους παντού, που δημιουργεί πολίτες δύο ταχυτήτων. Ας αλλάξουμε την κοινωνία και την εκπαίδευση μας. Να τελειώνουμε με την κακομοιριά και τους κομπλεξισμούς, τους κλειστούς ορίζοντες και με την επανάπαυση στις υπονομευτικές ευκολίες του τόπου. Να απελευθερωθούμε από την τυραννία του ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν και από το θάψιμο της προσωπικής ευθύνης.


Η Κυπριακή Δημοκρατία ως εκτροφείο πλαδαρότητας, ως βάθρο επιβράβευσης της ήσσονος προσπάθειας, ως χώρος περίθαλψης των προσωπικών ανεπαρκειών του κάθε σατραπίσκου, ως διάσταση όπου τα νοήματα αντιστρέφονται, ως πολιτικές συνταταγμένες όπου η λογική και η αισθητική υφίστανται καθημερινό βιασμό, ως τόπος υπερίσχυσης της μικρόνοιας πρέπει να πεθάνει. Πριν μας πεθάνει αυτή...

11 Δεκεμβρίου 2011

Επιστροφή στη δημοκρατία


 
“Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
Εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη
και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς”
 
Ν. Γκάτσος

Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα πιάνει καθημερινά κι ένα νέο ιστορικό χαμηλό. Μετά την αγωνία για την εξεύρεση κοινά αποδεκτού πρωθυπουργού, η επιλογή του Λ. Παπαδήμου εμφανίστηκε περίπου ως μια μεσσιανική έλευση που θα δώσει λύσεις, ηρεμία, επάνοδο στη σταθερότητα. Απορίας άξιον βέβαια είναι ότι τις πρώτες μέρες τα γκάλοπ έδειχναν την αποδοχή του από την κοινή γνώμη να φτάνει το 70%. Για τις ίδιες πολιτικές και προοπτικές, ο προκάτοχός του αναγκάστηκε να σχεδιάσει ή επέλεξε την ηρωική έξοδο, κοινώς την παραδοχή της ανικανότητάς του να κυβερνήσει. Δικαιολογημένη, λοιπόν, η κάθε επιφύλαξη έναντι των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, πιο πολύ από ποτέ προηγουμένως.


            Η Δημοκρατία πεθαίνει στη χώρα που τη γέννησε. Μέσα από συνταγματικοφανείς διαδικασίες, η χώρα απέκτησε τρεις πρωθυπουργούς: τον απερχόμενο, του οποίου οι επιλογές και αποφάσεις στην περασμένη διετία καθορίζουν το σκηνικό. Τον νυν πρωθυπουργό, που περιβλήθηκε με τις συνταγματικές εξουσίες άχρι καιρού. Και τον εν δυνάμει πρωθυπουργό, που προσδοκεί ότι η αέναη εναλλαγή του δικομματισμού στην εξουσία θα τον ευνοήσει νομοτελειακά. Θα μπορούσαν οι εκλογές να δώσουν λύση; Αν η απάντηση είναι ναι, τότε πρέπει να γίνουν. Αν η απάντηση είναι όχι, τότε πρέπει και πάλι να γίνουν για τον απλό λόγο ότι σε τέτοιες οριακές καταστάσεις η ευθύνη πρέπει να αναλαμβάνεται από τη λαϊκή βούληση και όχι να μετατίθεται σε επιλογές της ελίτ. Περιέργως, ενώ η υπηρεσιακή κυβέρνηση συμφωνήθηκε με σαφή χρονικό ορίζοντα για την επιτέλεση συγκεκριμένου έργου, ακούγονται ήδη φωνές που μεταθέτουν τις εκλογές για αργότερα. Το ζήτημα δεν είναι οι συνωμοσιολογικές ερμηνείες, αλλά η επιστροφή στις βασικές αρχές ενός δημοκρατικού πολιτεύματος.


            Μαζί με τα πιο πάνω, συντελέστηκε ήσυχα, ήρεμα και απλά και το ξέπλυμα της ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Σαράντα σχεδόν χρόνια μετά την πτώση της χούντας, τα σταγονίδια έγιναν κανονικός ποταμός που ρέει περήφανα στο σώμα στης ελληνικής κοινωνικής επικράτειας. Η εκλογική δύναμη της ακροδεξιάς ήταν ένα μονοψήφιο εκατοστιαίο ποσοστό στις τελευταίες εκλογές, σαφές μήνυμα του λαού ότι δεν τη θεωρεί ικανή και αξιόπιστη για να κυβερνήσει. Με την πολιτική φιοριτούρα των κομματικών αρχηγών, ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός έλαβε κυβερνητικό βήμα για να κομπάζει ότι συντελεί στη σωτηρία της πατρίδας, γραμμένη στο πολυτονικό. 


            Η Ελλάδα ζει μέρες οπισθοδρόμησης, ταπείνωσης, συνεχών, κυριολεκτικών και μεταφορικών, υποτιμήσεων. Δεν είναι η πρώτη φορά στη διάρκεια των τελευταίων δύο αιώνων που φτάνει στην καταστροφή: από τον ολέθριο πόλεμο του 1897, στη Μικρασιατική και από το ολοκαύτωμα του Δευτέρου Παγκοσμίου στον εμφύλιο, τη χούντα και την εισβολή στην Κύπρο, η Ελλάδα ευτύχησε να ξανασηκωθεί με τον Βενιζέλο, το κίνημα στο Γουδί, τη γενιά του ’30, την υπόσχεση της ΕΔΑ, τον εκδημοκρατισμό και την ευρωενωσιακή προοπτική. Πράγματα, δηλαδή, που έκαναν Έλληνες, σαν εμάς κι εσάς. Νομίζω μπορεί να ξαναγίνει, αν επιστρέψουμε στη δημοκρατία, στη σοβαρότητα και στη συνεχή δουλειά. Και πιο πολύ, αν πεθάνει η Ελλάδα της λαμογιάς, του ελάχιστου κόπου και της αρπαχτής. Το τελευταίο το εύχομαι με κάθε κύτταρό μου.



4 Δεκεμβρίου 2011

Γιατί ομοσπονδία;




Η απάντηση στο ερώτημα οδηγεί συχνά σε μια κυκλική και αδιέξοδη λογική: επειδή έτσι συμφωνήσαμε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Απαντήσεις αυτού του είδους είναι ελάχιστα πειστικές, ειδικά για όσους δεν αρέσκονται να χάνονται στους μαιάνδρους της βιβλιογραφίας για το τι εστί ομοσπονδία και τι συνεπάγεται η επιλογή της ως μοντέλο λύσης για τον τόπο μας. Για δεκαετίες, η επιλογή της ομοσπονδίας ήταν μια πολιτική επιλογή της ελληνοκυπριακής ελίτ, που διαχειρίστηκε άτσαλα και κατά τρόπο αδιαφανή την πορεία του Κυπριακού. Όταν ξημέρωσε η 24η Απριλίου 2004, όλοι βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τις φοβίες, τις απορίες και τις επιφυλάξεις που σέρνονταν για χρόνια ανάμεσα στα πόδια μας.



Η επίκληση ενός πλαισίου λύσης που συμφωνήθηκε το 1977-79 πείθει ελάχιστα τη γενιά μου: οι αποφάσεις λήφθηκαν για εμάς, χωρίς εμάς και διεκδικούν να καθορίσουν τη ζωή μας. Αναπόδραστα, το τίμημα απονομιμοποίησης της λύσης στις συνειδήσεις πολλών συνομήλικών μου, καταβάλλεται με την υιοθέτηση πιο ακραίων και πιο φοβικών απόψεων, που καταλήγουν στο εξής: όχι σε όλα, να ζήσουμε για πάντα έτσι όπως είμαστε. Ωστόσο, είναι ουτοπία να νομίζει κανείς ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Για την Κύπρο, αυτού του είδους οι ευσεβοποθισμοί μπορούν να μετατραπούν σε δυστοπία.

Υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι που αποτελούν γενεσιουργές αιτίες της ομοσπονδίας, ως πολιτικού φαινομένου: συλλογική ασφάλεια, οικονομική ευμάρεια, διεύρυνση της αγοράς και παραμερισμός των εμποδίων στη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Μια ματιά στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της ΕΕ μας υπενθυμίζει ότι οι πρώτες ιδρυτικές συνθήκες των Κοινοτήτων είχαν στηριχθεί και είχαν ταχθεί στην εξυπηρέτηση αυτών των τριών στόχων. Το κομμάτι αυτό επιβιώνει και ενδυναμώνεται με συνεχείς αναθεωρήσεις. Άρα, η θεμελιωτική δυναμική της ομοσπονδίας είναι μια κατεξοχήν ευρωπαϊκή επιλογή. Σε πείσμα όσων έχουν υφαρπάξει την έννοια της «ευρωπαϊκής λύσης», πρέπει να αντιτείνεται ότι η ευρωπαϊκή δυναμική έχει δύο τάσεις: διαρκής προσέγγιση και εναρμόνιση από τη μια, και αποκέντρωση εξουσιών στις περιφέρειες από την άλλη. Το κλειδί σε κάθε τάση είναι ένα: συναίνεση.

Η ομοσπονδία, ως μοντέλο λύσης για την Κύπρο, δεν συντονίζεται μόνο με το ευρωενωσιακό παράδειγμα ολοκλήρωσης. Κουβαλάει μέσα της και το μοναδικό σπέρμα κοινωνικής αλλαγής που είναι δυνατό να υπάρξει στον τόπο. Με το διαχωρισμό των κοινωνιών μας, είναι αναπόφευκτο ότι δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ η γονιμοποιός όσμωση δυναμικών και εμπειρίας, ούτε πρόκειται να ενωθούν δυνάμεις για την επίτευξη και τον πολλαπλασιασμό περαιτέρω κατακτήσεων και βελτίωση των όρων διαβίωσής μας στο νησί. Επιπλέον, η διατήρηση του στάτους κβο, πέρα από την επισφαλή πολιτική προοπτική που δίνει για όλα τα μέρη, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην υιοθέτηση πιο συγκρουσιακών ή ανέφικτων στόχων και από τις δύο πλευρές. Αναπόφευκτα, μια «παγωμένη» σύγκρουση, όπως αυτή του Κυπριακού, θα διέρχεται μέσα από διαδοχικούς κύκλους έντασης, σύγκρουσης και αστάθειας. Σε αυτό το σενάριο, θα εγγράψουμε όλοι αρνητικά πρόσημα στη στήλη των αποτελεσμάτων μας: η δυστοπία που λέγαμε πιο πάνω…



Και μια τελευταία παρατήρηση: η επιδίωξη της ομοσπονδίας από την ελληνοκυπριακή πλευρά φέρει μια διπλή ειρωνεία. Ως επιλογή της ελίτ, μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για κοινωνική αλλαγή, χωρίς όμως να εγγυάται στα μέλη αυτής της ελίτ ότι θα συνεχίσουν να έχουν τη σημερινή τους θέση. Ως επιλογή των μετριοπαθών και της Αριστεράς, προβάλλεται ως αναγκαιότητα στην οποία πειθαναγκαστήκαμε από την ιστορία. Δεν είναι η ώρα για μαθήματα ιστορίας και εξιστόρηση των βημάτων που μας έφεραν ως εδώ. Ας μείνει αυτό: η ομοσπονδία μπορεί να είναι και να προβάλλεται ως αυθεντικά ευρωπαϊκή επιλογή θετικής προοπτικής και όχι ως αναγκαστικός μονόδρομος των λογικών του «το μη χείρον, βέλτιστον».













28 Νοεμβρίου 2011

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ! (άντε πάλι…)



Για αρχάριους: ποια λέξη συνδέει την επέτειο ανακήρυξης του ψευδοκράτους, του Πολυτεχνείου και τους υποψήφιους δημάρχους των κατεχομένων δήμων; Η λύση είναι ο τίτλος του σημερινού άρθρου. Από τα μηνύματα στις σχολικές εκδηλώσεις και από τις αναμενόμενες δηλώσεις των υποψηφίων στις κομ-ιλ-φο τοποθετήσεις, όλα καλύπτονται από την παλιά καλή σεμνότυφη σκουριά του τόπου μας. Η αντίσταση θα μπορούσε να είναι ο υπέρτιτλος στο κενοτάφιο του συλλογικού μας φαντασιακού. Αν υπάρχει μια ιδέα που συνεγείρει το μέσο Έλληνα, είναι αυτή που υποβάλλει ότι κουβαλάμε απείραχτο το ίδιο DNA με τους μαχητές στις Θερμοπύλες μέχρι σήμερα. Η αντίσταση διαμορφώνεται ως δομικό κύτταρο της ελληνικότητας, της ύπαρξης, του “είναι” μας. Μοιάζουμε ταγμένοι από μια κρυφή ειμαρμένη, της οποίας τις βουλές αναγιγνώσκουμε μόνο εμείς στις ώρες της κρίσης, να πολεμάμε, να κρατάμε τον πόντο μας, να περπατάμε προς την αυτοπραγμάτωση μας.
            Πίσω στα τρια γεγονότα που ανέφερα στην αρχή. Η χρονική εγγύτητα τους ήταν η αφορμή να σκεφτώ τη θέση της αντίστασης στο δημόσιο λόγο. Κολλημένος στην κίνηση της Γρίβα Διγενή στις 15:04 της περασμένης Πέμπτης, δεν είχα πολλές εναλλακτικές, καθώς είχα παρατήσει την εναγώνια μου αναζήτηση για ένα ραδιοφωνικό σταθμό που δεν είχε ειδήσεις. Ήμουν δεσμώτης των ερτζιανών και δέσμιος των αυτοματοποιημένων ηλεκτρικών σημάτων ενός κεντρικού συστηματος ελέγχου κυκλοφορίας.
            Αν μπορούσα να γίνω λίγο βέβηλος με την κατεστημένη σκέψη και τις συμβατικές πεποιθήσεις, θα έλεγα ότι το Πολυτεχνείο μαζί με τον ηρωϊκό Παναγούλη αποτελούν το συλλογικό άλλοθι ενός λαού που στο μέσο όρο έμεινε νωθρός και φοβισμένος έναντι των καταπιεστών του για 7 χρόνια. Κι αν είναι να μιλήσει κάποιος για αντίσταση, ας βγάλουμε το σκασμό κι ας ακούσουμε το Βασίλη Ραφαηλίδη, τον Αντρέα Λεντάκη και τους ανώνυμους καταδιωγμένους και βασανισμένους της χούντας. Οι εκφωνητές και οι όψιμοι αγωνιστές ας αρκεστούν στα κέρδη εξαργύρωσης. Ήδη, αυτά έφτασαν τα 40 σχεδόν χρόνια και η λευκή επιταγή της Μεταπολίτευσης έχει εξαντήσει το παρατράβηγμα όλων μας.
            Κι έπειτα, η ανακήρυξη του ψευδοκράτους, που έπιασε στον ύπνο την αγωνιζόμενη ηγεσία και τον αδούλωτο λαό, είναι κι αυτή μια χειμερινή ευκαιρία να φρεσκάρουμε τα μνημόσυνα του καλοκαιριού: παραξικοπήματι και εισβολή πρόσχωμεν. Από τα δυο αυτά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας μας, ξεπήδησαν εκατοντάδες αντιστασιακοί, των οποίων την προσμονή και την οργή η Πολιτεία εξαργύρωσε με αναγνώριση, οικονομικής και άλλης φύσης. Ας μην παρεξηγηθώ: το ζήτημα δεν είναι αυτοί που αντιστάθηκαν, αλλά οι υπόλοιποι που κρύφτηκαν πίσω τους την κρίσιμη ώρα, αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν, καθιστώντας τους σύμβολο αυτού που δεν υπήρξε ποτέ: της δικής τους αντίστασης.
            Και τέλος-τέλος, στα πιο πρόσφατα: ακούγοντας τις δηλώσεις των υποψηφίων δημάρχων της Κερύνειας, που μιλούσαν για την ανάγκη(;) συνέχισης(;) του αγώνα(;) για την πόλη τους, σκέφτηκα ότι η ρητορική της αντίστασης έχει διαποτίσει ακόμα και το ακροτελεύτιο κύτταρο του εγκεφάλου μας. Με αυτή, καθώς και με άλλες λέξεις-κλειδιά, συνεχίζουμε τον υποκριτικό μας διάλογο για δεκαετίες, ενώ οι παραδοχές και οι αποκαλύψεις των πραγματικών μας σκέψεων συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα πίσω από κλειστές πόρτες.
            Τελικά, σκέφτηκα, καθώς άναβε πράσινο επιτέλους, το πρόβλημα μου με την άποψη που υποστηρίζει το “τζεινοι που τζει, τζι εμείς ποδα”, είναι ότι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα ξεμείνω με κάποιους από εσας στην από εδώ πλευρά του νησιού. Χαμογέλασα πίσω από το τιμόνι του οδηγού, πάτησα γκάζι και ξεχύθηκα στην άσφαλτο. Τι ειρωνεία: εγκατέλειπα την οδική αρτηρία που είχε αφιερωθεί στον Στρατηγό…




20 Νοεμβρίου 2011

Βλαχοδήμαρχοι


Προτού καλά-καλά οσμιστούμε τον αέρα των δημοτικών εκλογών, η κομματική αριθμητική μάς μπάφιασε τα μυαλά. Χ δήμοι, επί Ψ συνεργασίες, μείον οι άλλοι και όλο μαζί εις το Μαρί = 2013. Τις μέρες που ακολούθησαν την έκδοση του πορίσματος Πολυβίου, οι κομματικές ηγεσίες εμφανίζονταν ως μετανοημένες Μαγδαληνές που παπαγάλιζαν όλα αυτά τα πολιτικώς ορθά που σε κάνουν να θες να κοπανάς το κεφάλι σου στον τοίχο: «Λάβαμε τα μηνύματα», «Μια νέα εποχή έρχεται», «Θα γίνουμε δύναμη ευθύνης και αλλαγής». Στα αφτιά όσων παρακολουθούσαν, όλα αυτά ακούγονταν εύηχα και σωστά – πλην όμως διόλου πιστευτά. Όμως η προϊούσα κρίση της πολιτικής δεν είναι κάτι το αφηρημένο. Αντίθετα, είναι πολύ συγκεκριμένο και στην περίπτωσή μας έχει να κάνει με την ακατάσχετη πολυλογία που δεν προσφέρει λύσεις, αλλά μόνο ατάκες των 15’’ για το δελτίο ειδήσεων. Αλήθεια, ποιον νομίζουν ότι εντυπωσιάζουν με την ικανότητα να μιλούν συνέχεια χωρίς να λένε τίποτα;


            Οι δημοτικές εκλογές εξελίσσονται σε ακόμα μία άσκηση άνευ στρατεύματος, όπως ονομάζουν τις ασκήσεις επί χάρτου στο στρατό. Σε πολλούς δήμους οι υποψηφιότητες είναι σάρκα εκ της σαρκός των κομματικών στρατών, άλλες ως λύσεις ανάγκης, άλλες ως εισαγωγικές εξετάσεις νέων αστέρων στο στερέωμα. Το πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξή τους, αλλά η αδιαφανής διαδικασία, η μονομερής επιβολή του εκλεκτού που προικοδοτείται αυτόματα με τις κομματικές ψήφους. Στ’ αλήθεια, τι έχει αλλάξει από τις παλαιοκομματικές και συναλλακτικές πρακτικές του παρελθόντος; Και γιατί να νιώσει κάποιος συμμέτοχος σε κάτι στο οποίο δεν λαμβάνει μέρος;


            Από την άλλη πλευρά, δεν ιδρώνει το αφτί κανενός από την  αποχή στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Και γιατί άλλωστε, αφού τα τσιμεντωμένα ποσοστά προσμετρώνται στα έγκυρα ψηφοδέλτια και όχι στον συνολικό αριθμό ψηφισάντων. Η διάχυση της αδιαφορίας απλώνεται σαν τεράστιος λεκές από μελάνι και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Και εδώ είναι το πρόβλημα για το οποίο δεν μιλάμε ποτέ: ακόμα και με τους βέλτιστους υποψήφιους, με τα πιο δουλεμένα προγράμματα και τις καλύτερες των προθέσεων από τους άμεσα εμπλεκόμενους, όσο οι δημότες δεν αγαπούν την πόλη τους, το μικρόκοσμό τους, τότε το εκλογικό εγχείρημα δεν έχει κανένα νόημα. Κι αν οι εκλογές γίνονται για να πιάνουμε τον παλμό της κοινωνίας, ας τις καθιερώσουμε  κάθε χρόνο για να μας φύγει ο καημός! Αναπόφευκτα, φτάνουμε στο σημείο της επικυριαρχίας του «δε βαριέσαι» που συνοδεύεται από την απαίτηση να παραδοθούν όλα στα πόδια μας, χωρίς κόπο ή έγνοια: καλές δημοτικές υπηρεσίες, έργα, χώροι στάθμευσης, αποτελεσματική διαχείριση αποβλήτων κλπ. Ωστόσο, αργά ή γρήγορα, έρχεται η ώρα που τα κακομαθημένα κωλόπαιδα παίρνουν τελικά αυτό που πραγματικά τους αξίζει.


            Δίπλα σε αυτή τη διπολική διαταραχή πολιτικής συμπεριφοράς, θα πρέπει να μιλήσουμε κάποια στιγμή και για αυτή την αστεία ιστορία των δημάρχων των κατεχόμενων δήμων. Αν ισχύει η υποψία μου ότι απολαμβάνουν τα ίδια ωφελήματα με τους ομολόγούς τους των ελεύθερων δήμων, τότε νομίζω θα συμπληρωθεί η πολιτική σχιζοφρένεια. Σύμφωνοι, υπάρχουν πρακτικά ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν, αλλά, αδέρφια, πιάσαμε 40ετία με αυτή την ιστορία. Με μια αρμόδια υπηρεσία στο υπουργείο Εσωτερικών ή με άμισθους, τιμής ένεκεν, δημάρχους, θα χάναμε σε αγωνιστικότητα και λογική;
           




13 Νοεμβρίου 2011

Νέα, γυναίκα, μόνη ψάχνει




«-Πάμε για ρετσίνα το βράδυ;
-Μπα, έχω ραντεβού με τη νεωτερικότητα.»
Κυριάκος Συφιλτζόγλου, «Έκαστος Εφ’ Ω Ετάφη»

Ο τίτλος ανήκει νομίζω σε ταινία, αλλά η ουσία φανερώθηκε κρυστάλλινη μπροστά μου το περασμένο Σάββατο. Οι νέες γυναίκες της Κύπρου, τουλάχιστον ένα σημαντικό τους μέρος, για να αποφεύγουμε τις γενικεύσεις, περνούν τον κάβο των 30, όμορφες, μορφωμένες, δικτυωμένες και μόνες. Ίσως να φαίνεται παράδοξο να προσπαθώ να ρίξω ένα διερευνητικό βλέμμα από την άλλη όχθη, αλλά νομίζω η άσκηση έχει νόημα για αυτόν ακριβώς το λόγο.
Ακόμα κι αν η εικόνα που περιέγραψα στην προηγούμενη παράγραφο εδράζεται εν μέρει σε ένα στερεότυπο, εντούτοις περιέχει ένα κομμάτι κοινωνικής πραγματικότητας, που τρίβεται στη μούρη του καθενός μας. Βλέποντάς τες να ξεροσταλιάζουν ανά δυάδες σε καφετέριες και μπαρ και μετά να αποχωρούν χωριστά, αναρωτιέμαι ποιος είναι εκείνος ο συναισθηματικός νευρώνας που βρίσκεται σε διαρκή καταστολή ή ατροφία. Στο ζύγισμα δεν φαίνεται να χάνουν πουθενά: στην κοινωνική παιδεία, στη φροντίδα του εαυτού τους, στο υπόβαθρο της προσωπικότητάς τους. Κι ακόμη, ευτυχήσαμε να ανήκουμε σε μια γενιά που έζησε και ταξίδεψε στο εξωτερικό στα χρόνια της νεότητάς μας. Ο κόσμος μάς ανήκε, ή τουλάχιστον μια τέτοια υπόσχεση είχε γίνει κάποτε πιστευτή.
Με την επιστροφή στην ξηρή πραγματικότητα της Κύπρου, οι παλιές καλές κοινωνικές συμβάσεις επιστρέφουν υπονομευτικές, σαν ηλικιωμένες θείες που ξέρουν ένα και μόνο μονότονο λογύδριο. Οι ψίθυροι πίσω από την πλάτη και οι συγκαταβατικές ματιές λειτουργούν πολλαπλασιαστικά στην αγωνία της αναζήτησης. Μα η αλήθεια είναι ότι κανείς μας δεν ξέρει ποια είναι η τελευταία τους σκέψη το βράδυ πριν κοιμηθούν – ασφαλισμένες σε διαμερίσματα με αισθητική ΙΚΕΑ, έχουν βάλει ένα «τικ» δίπλα σε κάθε κουτάκι του checklist, αλλά η σούμα δεν βγαίνει. Ένα «γιατί» πλανιέται πάνω από τη Λευκωσία…
            Από την άλλη πλευρά, η κατάσταση δεν είναι καλύτερη, αλλά είναι κάπως διαφορετική. Οι άντρες της ηλικίας μου, ξανά με τον αστερίσκο της γενίκευσης, βρίσκουν καταφύγιο στην πρωτόγονη ασφάλεια της αγέλης. Champions League, μπίρες, futsal μια φορά την εβδομάδα και ομαδικές έξοδοι διαγράφουν έναν αέναο κύκλο κοινωνικής ύπαρξης που παραπλανητικά ποζάρει ως αειφόρος. Μέσα στη σιγουριά της ομάδας ή στη λιτότητα των εθιμικών κανόνων της αντρικής φιλίας, τα μεγέθη μπορούν να σμικρυνθούν και τα αδιέξοδα και η διάνυση μιας συναισθηματικής ερήμου να γίνουν κάπως πιο υποφερτά. Μα η υποψία μου είναι ότι κι αυτές οι λύσεις είναι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις, σαν σβήσουν τα φώτα.
            Σαββατιάτικες σκέψεις, πρώτες ώρες Κυριακής, η κούραση και τα τελευταία ποτά μού είχαν θολώσει λίγο το μυαλό και απάντηση δεν βρήκα.

Ο Νικόλας Κυριάκου ψάχνει τους ποιητές μιας σκληρής εποχής.

8 Νοεμβρίου 2011

 
 
Soy,
Soy lo que dejaron,
soy toda la sobra de lo que se robaron.
Un pueblo escondido en la cima,
mi piel es de cuero por eso aguanta cualquier clima.
Soy una fábrica de humo,
mano de obra campesina para tu consumo
Frente de frio en el medio del verano,
el amor en los tiempos del cólera, mi hermano.
El sol que nace y el día que muere,
con los mejores atardeceres.
Soy el desarrollo en carne viva,
un discurso político sin saliva.
Las caras más bonitas que he conocido,
soy la fotografía de un desaparecido.
Soy la sangre dentro de tus venas,
soy un pedazo de tierra que vale la pena.
soy una canasta con frijoles ,
soy Maradona contra Inglaterra anotándote dos goles.
Soy lo que sostiene mi bandera,
la espina dorsal del planeta es mi cordillera.
Soy lo que me enseño mi padre,
el que no quiere a su patria no quiere a su madre.
Soy América latina,
un pueblo sin piernas pero que camina.

Tú no puedes comprar al viento.
Tú no puedes comprar al sol.
Tú no puedes comprar la lluvia.
Tú no puedes comprar el calor.
Tú no puedes comprar las nubes.
Tú no puedes comprar los colores.
Tú no puedes comprar mi alegría.
Tú no puedes comprar mis dolores.

Tengo los lagos, tengo los ríos.
Tengo mis dientes pa` cuando me sonrío.
La nieve que maquilla mis montañas.
Tengo el sol que me seca  y la lluvia que me baña.
Un desierto embriagado con bellos de un trago de pulque.
Para cantar con los coyotes, todo lo que necesito.
Tengo mis pulmones respirando azul clarito.
La altura que sofoca.
Soy las muelas de mi boca mascando coca.
El otoño con sus hojas desmalladas.
Los versos escritos bajo la noche estrellada.
Una viña repleta de uvas.
Un cañaveral bajo el sol en cuba.
Soy el mar Caribe que vigila las casitas,
Haciendo rituales de agua bendita.
El viento que peina mi cabello.
Soy todos los santos que cuelgan de mi cuello.
El jugo de mi lucha no es artificial,
Porque el abono de mi tierra es natural.

Tú no puedes comprar al viento.
Tú no puedes comprar al sol.
Tú no puedes comprar la lluvia.
Tú no puedes comprar el calor.
Tú no puedes comprar las nubes.
Tú no puedes comprar los colores.
Tú no puedes comprar mi alegría.
Tú no puedes comprar mis dolores.

Você não pode comprar o vento
Você não pode comprar o sol
Você não pode comprar chuva
Você não pode comprar o calor
Você não pode comprar as nuvens
Você não pode comprar as cores
Você não pode comprar minha felicidade
Você não pode comprar minha tristeza

Tú no puedes comprar al sol.
Tú no puedes comprar la lluvia.
(Vamos dibujando el camino,
vamos caminando)
No puedes comprar mi vida.
MI TIERRA NO SE VENDE.

Trabajo en bruto pero con orgullo,
Aquí se comparte, lo mío es tuyo.
Este pueblo no se ahoga con marullos,
Y si se derrumba yo lo reconstruyo.
Tampoco pestañeo cuando te miro,
Para q te acuerdes de mi apellido.
La operación cóndor invadiendo mi nido,
¡Perdono pero nunca olvido!

(Vamos caminando)
Aquí se respira lucha.
(Vamos caminando)
Yo canto porque se escucha.

Aquí estamos de pie
¡Que viva Latinoamérica!

No puedes comprar mi vida.
 
(Μπράβο ρε Βερόνικα....) 

6 Νοεμβρίου 2011

Μονότονα κυπριακά





Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες―
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά,
βγαλμένοι ―ω συμφορά!― απ' τον Ελληνισμό.
Κ.Π. Καβάφης, «Ποσειδωνιάται»

Δεν έλειψα πολύ, όμως για κάποιο λόγο ένιωθα ότι μεσολάβησε καιρός. Στη σκάλα του αεροπλάνου, με υποδέχονταν ένα πλάγιο φως, μαζί με τη μυρωδιά θάλασσας που ανακατευόταν γλυκά με αυτή της κηροζίνης. Λίγα βήματα πιο πέρα, στην αίθουσα παραλαβής των αποσκευών με έβρισκαν σαν σφαίρες οι λέξεις των ανθρώπων. Κατάλαβα ότι γυρνούσα σε μια Κύπρο που όσο εγώ άλλαζα, εκείνη παρέμενε πεισματικά κολλημένη στον παλιό κακό εαυτό της.
Μια ματιά στις εφημερίδες της ημέρας με έφερε αντιμέτωπο με το ιδιότυπο λεξιλόγιο, το οποίο δημιουργήθηκε στη διάρκεια δεκαετιών, για το Κυπριακό. Κι όμως, για να συνεννοηθούμε, χρειάζεται ακόμα να κάνουμε χίλιες παρεκβάσεις ρωτώντας: «Τι εννοείς με αυτό;». Αντιμέτωπο, επίσης, με τη σεξουαλική πείνα και τη διαστροφή των κατοίκων της νήσου, βγαλμένη από μεσαιωνικά συγγράμματα – oι παλιοί βισκόντηδες και ρηγάδες ήταν πλέον μυστήριοι γιατροί επιλήψιμων μεθόδων. Κι ακόμη, με το τυφλό οπαδιλίκι που συντηρεί και συντηρείται από την ατιμώρητη βία και που καθιστά σώβρακα και φανέλες μονοπωλιακά ζητήματα συζήτησης. Και με τα ψήγματα μιας ναρκισσιστικής ψευδοεστέτ μειοψηφίας που, μονόφθαλμη και μυωπική, περιφέρει τη μετριότητά της ανάμεσα στους ιθαγενείς. Τις μέρες εκείνες ένας πλημμελής μπάτσος έπαιρνε προαγωγή και δύο φιγούρες, που είχαν επειγόντως ανάγκη μιας επίσκεψης σε κομμωτήριο, πλακώνονταν δημοσίως για το φυσικό αέριο. Κι όμως, το 2011 έφερε μαζί του μύριες αλλαγές και φεύγοντας θα έχει παρασύρει μαζί του δικτάτορες, ερείπια, ανθρώπους, οικονομίες. Εκεί έξω ο κόσμος συγκλονιζόταν από το βόμβο των μηχανών της Ιστορίας, αλλά τίποτα από αυτά δεν φαινόταν να φτάνει εδώ – ούτε στα απόνερα της ιστορίας δεν μπορούμε να εγγράψουμε αξίωση.
Πάλευα να συντονίσω τα συναισθήματά μου και τις σκέψεις μου. Ένιωθα βαθιά δεμένος με αυτό το χώμα, με το χρώμα που ορίζει τον ορίζοντα. Με συγκινούσε, σαν να ’ταν άνθρωπος δικός, ο ήχος της διαλέκτου: χόρταινα πάντα τα διπλά σύμφωνα, τους συριστικούς της ήχους, τις μπασταρδεμένες της λέξεις. Όμως, ταυτόχρονα, ένα κύμα αποστροφής σηκωνόταν κάθε φορά που ερχόμουν αντιμέτωπος με την αμορφωσιά και την αγένεια που πλασάρονται αυτάρεσκα ως νόρμες συμπεριφοράς. Μια ιερή αγανάκτηση με θόλωνε, όσο δεχόμουν το βιασμό της λογικής, του αυτονόητου, της ομορφιάς.
Κι ύστερα, οι σκέψεις. Το θέμα δεν είναι να αποζητάς τη φυγή, την ηρωική έξοδο στην Εσπερία. Όσο κι αν η αυτοεκπλήρωση σε οδηγεί δυτικά, η ρίζα βρίσκει το δρόμο στα τυφλά για να γυρίσει. Γιατί, λοιπόν, δεν στεριώνει εδώ η αλληλεγγύη, η αίσθηση του μέτρου, η ευθύνη, η αγάπη για την ομορφιά; Πόσα βασίλεια εγωισμών χωράνε στο νησί μας; Ξέρω, η πλειοδοσία κριτικής από μόνη της δεν ωφελεί αλλά, διάολε, από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε.



30 Οκτωβρίου 2011

Τριάντα +2



Κιλα τοτα εναι παλιςστορίες ποδν νδιαφέρουν πι κανέναν
δέσαμε τ
ν καρδιά μας κα μεγαλώσαμε.
Γ. Σεφέρης, Piazza San Nicolo


1979. Οκτωβρίου 28η. Γιορτές, σημαίες, παρελάσεις. Καβάλα: το πρώτο φως. Αχός θαλασσινός, ίσκιος απ’ το Παγγαίο. Χέρια τραχιά, αληθινά κι αγαπημένα. Εκείνη, μάλλον άμαθη. Λέει πως μεγαλώσαμε μαζί. Ένας λώρος που μας ενώνει μέσα στα χρόνια. Μετά, ταξίδι εδώ. Ανελέητο φως, νέες λαλιές. Οι πρώτες λέξεις. Χώμα και ιδρώτας. Αγάπη παντού. Το μάθημα του κόσμου. Καινούργια όλα, σώματα, μυρωδιές, εικόνες. Οι πρώτες αναμνήσεις, οι πρώτες συνειδήσεις. Αλμυρές γεύσεις, μια ζέστη που καθηλώνει. Ονόματα. Τα πρώτα αστεία, παλιές κασέτες. Ύστερα, σχολείο. Αντώνης, Χρήστος, Μάρκος, Πασχάλης, Νικόλας. Περίεργο, ακόμα θυμάμαι. Ώρες στην αυλή. Το βλέμμα μιας δασκάλας. Αναγνωστικά και τετράδια, τμήμα Στ’ 2. Ενδιάμεσα, ένα βρέφος – αίμα κοινό. Αλλαγή, γυμνάσιο. Μια πόρτα πίσω κλείνει. Ο θόρυβος, χρόνια μετά. Κάποιος ρωτά στα σοβαρά: «Τι θες να γίνεις;». Τα χρόνια σαν σφαίρα, μόνο μια μέρα. Παγκύπριο. Σκιές βαριές, ψίθυροι σε άδειους διαδρόμους, διαδηλώσεις. Το πρώτο φιλί. Μια φωτιά που με κόβει στη μέση. Προσωπική επανάσταση, μόνο θύμα της εγώ. Σεφέρης, ιστορία και - ποιος να το ’λεγε - μαθηματικά: ο κόσμος αρχίζει να αποκτά νόημα. Ο χρόνος κυλά, εξετάσεις, το άχθος της επιλογής. Trainspotting: διάλεξε αυτό, διάλεξε εκείνο. Ένας στίχος από τα Υπόγεια Ρεύματα, μια άνοιξη στο «Εναλλάξ». Καλοκαίρι, ανεμελιά και ελαφρότητα. Με την ψιλή, πύλη στρατοπέδου, μια φωτογραφία από τότε. Ο καιρός μπουσουλάει, παραγγέλματα, αγγαρείες, ασκήσεις, ποδαρίλα, ανοησίες, G-3. Μια μαύρη τρύπα μάς ρουφάει μανιασμένα, μα εμείς ζούμε. Fast-forward δυο χρόνια, Σεπτέμβρης, εγώ είμαι πια ένας άλλος. Παπάφη 23, 3ος όροφος, ο ήλιος στον Θερμαϊκό. Τρύπες, Μάλαμας και Red hot chilly peppers. Αλκοόλ, σεξ, πάρτι, ουρές στη γραμματεία, φίλοι για πάντα, Ιανός. Μια άλλη Εκείνη. Δέσμιος της ιστορίας μας, ακόμα. Διά την αγάπην σαλός. Πού έχω κάνει λάθος; Ρακόμελα στο Μπιτ Παζάρ κι αλμύρα στο Αιγαίο. Γέλια, φιλιά, ούζα. Δεκέμβρης, χειμωνιάτικη λιακάδα. Πτυχίο κι επιστροφή. Οι νέοι φίλοι. Δημοψήφισμα, μειοψηφία. Λες να το κουβαλήσουμε για χρόνια σαν ήττα; Δικαστήρια, χαρτούρα, πρώτες εμφανίσεις. Κανένα νόημα. Leiden - το πρώτο ταξίδι γι’ αλλού. Πού να ’ξερα! Διάβασμα, τσιγάρα που αλλάζουν χέρι, χιόνι και συννεφιασμένες Κυριακές. Ένα ανοιγόκλεισμα των ματιών, ένα τατουάζ και τέλος. Δουλειά, σοβαρές μάσκες κρύβουν ρηχά κωλόπαιδα. Το ελάττωμά μου; Τα παίρνω όλα πολύ στα σοβαρά. Έξοδος κινδύνου, επιτέλους κάτι ενδιαφέρον. Διάλειμμα απ’ όλα, δυσεξήγητη επιμονή σε σχέσεις που δεν δουλεύουν. Καινούργιοι δαίμονες μου κυριεύουν το κεφάλι. Γράψιμο, σβήσιμο, βιβλία, αίτηση. Καινούργια αρχή, μα τα χρόνια βαραίνουν. Φλωρεντία, ζυμαρικά και κιάντι. Κεφάλι βαρύ, ποιος είμαι; Ο καιρός: «σαν τον αφρό στα δάκτυλα του ναύτη». Τηλεφωνήματα, μια γνώριμη φωνή. Αυτοϋπονόμευση, ανασυγκρότηση κι έξω λιακάδα. Μια βόλτα στον Άρνο, μέχρι τον πύργο του San Nicollο - η προμετωπίδα. Ο αφηγητής επιστρέφει.

23 Οκτωβρίου 2011

American diaries



Η απόσταση κάνει καλό. Καθένας μας θα ήταν καλό να ταξιδεύει. Όσο γίνεται πιο μακριά από την Κύπρο. Ένα ιδανικό σχέδιο ταξιδιών θα ξεκινούσε από την Ελλάδα – ένα ήσυχο ελληνικό νησί. Πυρποληθείτε στο Αιγαίο, την αρχαία μας μήτρα, το γαλάζιο και το φως που μας ταξιδεύουν αιώνες τώρα μες στο χρόνο. Ξεχάστε τους ανόητους που έκαναν την Ελλάδα συνώνυμη με την ακρότητα, τη φαυλότητα και το φαιό. Διαλέξτε το τοπίο και τη γλώσσα: αυτά μας συνέχουν πιο ουσιαστικά και πιο βαθιά από όλα τ’ άλλα. Εδώ είναι ο τόπος της διαρκούς επιστροφής, του αρχαίου νόστου που φέρνει μαζί του εκείνον τον απροσδιόριστο πόνο.    

Θα έβαζα σίγουρα στο σχέδιο την Κωνσταντινούπολη. Να σταθεί κανείς στη μέση της Ιστικλάλ και να δει εκείνο το χείμαρρο ανθρώπων να ξεχύνεται προς τα πάνω του. Να γυρίσει προς την αντίθετη πλευρά και να δει το ίδιο ποτάμι σε ανάστροφη πορεία. Να καταλάβει το μέγεθος αυτής της χώρας. Μετά, να πάει για ένα σερμπέτι, ένα μπακλαβά – η απελευθέρωση από τις εμμονές ας συνοδεύεται και από λίγη παραπάνω ζάχαρη για να μετριάζει η γεύση της διάψευσης. Ενατένιση στον Βόσπορο, πουκάμισο ανοικτό, αρχές φθινοπώρου, γαλήνη. 

Κι ύστερα, για μέρη πιο μακρινά, μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, διαλέξτε ελεύθερα, το σκηνικό θα είναι το ίδιο πάνω κάτω: κεντρική πλατεία, καθεδρικός ναός, πολιτειακό μέγαρο, ένα σημάδι –τουλάχιστον της Αναγέννησης. Μια ομορφιά δηλαδή για να παίρνουμε μια γεύση Διαφωτισμού.  Κι ύστερα, ίσως, εκτός Ευρώπης, στους τρίτους, τέταρτους, στους αλλιώτικους κόσμους. Ακριβώς για να συνειδητοποιούμε ότι είμαστε εξαιρετικά τυχεροί για το γεγονός ότι γεννηθήκαμε ως προνομιούχοι: καθαρό νερό, ηλεκτρικό, εκπαίδευση, ίντερνετ, δημοκρατία, ο κατάλογος είναι μακρύς. Για την πλειοψηφία των ανθρώπων κάποια ή όλα από αυτά δεν είναι αυτονόητα, ούτε κατακτημένα. Έτσι αποκτά κανείς μια αίσθηση μέτρου, σου δίνεται η ευκαιρία να ταπεινωθείς, να αξιολογήσεις αυτό που έχεις, να σκεφτείς τι θες και μπορείς να αλλάξεις στον κόσμο σου ή, ακόμα πιο δύσκολα, στον εαυτό σου. 

Κι ύστερα, μια Νέα Υόρκη, για να πηδήξεις και εσύ στη δίνη της δημιουργίας, της εκμηδένισης, της κατανάλωσης, της αποθέωσης και του τίποτα. Για να αντιληφθεί κανείς ότι είναι σαν εκείνους τους πορσελάνινους ηλιόσπορους του Wei, ένας μέσα σε δισεκατομμύρια άλλων, με άπειρες διαφορές, ωστόσο, ένας μέσα σε ένα ωκεανό άλλων ομοίων. Πεπερασμένος, κι όμως μοναδικός. Παντοδύναμος, αλλά με ημερομηνία λήξης.
Για μετά, ο προορισμός είναι ελεύθερος. Όπως κι ο ταξιδιώτης, πια...

16 Οκτωβρίου 2011

Ανθρώπινα δικαιώματα: για ποιους;




Οι συζητήσεις για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο, στις οποίες κατά καιρούς γίνομαι μάρτυρας (με τη διττή σημασία του όρου) είναι εξόχως αποκαλυπτικές. Μέσα από αυτές αναδεικνύονται με τον πιο ξάστερο τρόπο τα ασφυκτικά όρια ενός συγκεκριμένου είδους συζήτησης στον τόπο μας, που κινείται ανάμεσα στον αναγωγικό εμπειρισμό και τον σεμνότυφο ρατσισμό. Δυστυχώς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η συζήτηση αυτή διεξάγεται με τη συνεπικουρία των διαθλαστικών φακών που μας επιβάλλει η τουρκική κατοχή. Στις σχεδόν τέσσερις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει από την εισβολή, η αντίληψη και η κατανόηση των ζητημάτων που αναφέρονται στα ανθρώπινα δικαιώματα  εγγράφονται αποκλειστικά στον ορίζοντα του μανιχαϊσμού: καλό/κακό, άσπρο/μαύρο, θύτες/θύματα. Μοιραία κάθε τέτοια συζήτηση καταλήγει στα του Κυπριακού, και ακόμη πιο συγκεκριμένα στην παραβίαση των περιουσιακών δικαιωμάτων, στερώντας ταυτόχρονα την ευκαιρία για την ανάδειξη και ανάλυση άλλων ζητημάτων. Σαν μια ακατανίκητη δίνη, το Κυπριακό μας τραβάει όλο και πιο βαθιά μέσα του, αναδιαμορφώνοντας τον εγκέφαλο ώστε να αντιλαμβανόμαστε και να ερμηνεύουμε τα πάντα μέσα από αυτό.
Μία από τις αιτίες για αυτό είναι η νομικίστικη προσέγγιση που έχει επιβληθεί από τις πολιτικές ελίτ, μια συγκεκριμένη ομάδα «έγκριτων» δικηγόρων και την αναπαραγωγή της από τα περισσότερα κόμματα και ΜΜΕ. Αναπόφευκτα, η επίδραση κάνει φανερά τα σημάδια της. Από την άλλη κάθε απόπειρα να μιλήσει κάποιος για άλλα ζητήματα, όπως η αναγκαιότητα για τη διαρκή και ουσιαστική εκπαίδευση των σωμάτων ασφαλείας σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η προστασία μειονοτικών ομάδων, η τήρηση των διεθνών υποχρεώσεών μας απέναντι στους μετανάστες, η εκρίζωση του trafficking και ο έλεγχος της κρατικής δράσης με κύριο κριτήριο τα ανθρώπινα δικαιώματα, αντιμετωπίζεται στην καλύτερη περίπτωση με αδιαφορία. Συχνότερο φαινόμενο είναι μια μηχανική αντίδραση που προδίδει και τα στερεότυπα στη σκέψη: τα νέα θέματα αντιμετωπίζονται ως ύποπτος κοινωνικός εισοδισμός και νόθευση του μόνου αληθινού αγώνα που έχει αξία, δηλαδή για το Κυπριακό.
Η όποια εκφορά γνώμης που αφίσταται της πλειοψηφούσας κατατάσσεται αυτομάτως στις αιρετικές και συνδέεται με ποικιλώνυμες μη κυβερνητικές οργανώσεις, που στα μάτια των πολλών έχουν ταυτιστεί με τη γραφικότητα και το περιθώριο. Αν και η στάση αυτή αδικεί ποικιλοτρόπως, οι ίδιες οι οργανώσεις φαίνονται να απολαμβάνουν την ηδονή της μειοψηφίας και να βολεύονται στο ρόλο αυτό. Για τους συνομιλητές σου, καθίστασαι πολύ μοντέρνος, πολύ ανοικτός, πολύ Ευρωπαίος και σίγουρα πολύ αφελής για να μην αναγνωρίζεις τις κοινωνικές συμβάσεις και τη συνθλιπτική υπενθύμιση των πραγματικοτήτων στην ίδια σου τη χώρα.
Κι όμως, όπως μαρτυρά η πρακτική σε διάφορες χώρες, αυτό που φαίνεται να μπορεί να κάνει τη διαφορά σε μια χώρα δεν είναι μόνο η έκδοση συστάσεων, αναφορών και επικριτικών ανακοινώσεων. Αυτό που χρειάζεται είναι συστηματική και στοχευμένη δουλειά σε ένα θέμα με πρακτικές κυρίως δράσεις. Αν μπορέσουν οι διάφορες οργανώσεις να αναδιαμορφώσουν το ρόλο τους, ώστε να ασχοληθούν με τις βασικές αιτίες και τα κενά στην προστασία τους, τότε και το ισοζύγιο θα γύρει προς τη θετική πλευρά και οι αντιλήψεις πολλών θα κλονιστούν. Με σιγουριά θα έλεγα ότι και το ίδιο το αντικείμενο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα ξέφευγε από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της δικαστηριοποίησής τους και θα μετατρεπόταν σε καθημερινή, πρακτική και ουσιαστική κοινωνική παρέμβαση. Βέβαια, η συνθήκη αυτή από μόνη της δεν είναι ικανή  για να ανατρέψει το κλίμα. Αλλά, από την άλλη και η έλλειψή της απλά το συντηρεί...