21 Δεκεμβρίου 2014

Η θανάσιμη μοναξιά της Ντοούς Ντεριά



Κυριακή πρωί. Καιρός αμφίθυμος. Έχει ήλιο, αλλά δεν είναι για να τον πιστεύεις κιόλας. Λέω να πάω στον Άγιο Σωζόμενο για την εκδήλωση της Κίνησης για την Ομοσπονδιακή Κύπρο. Βγαίνω από τη Λευκωσία και στον δρόμο ταξιδεύω στον χρόνο. Δεκαέξι χρόνια πίσω είχα υπηρετήσει τη στρατιωτική μου θητεία εδώ. Ποταμιά, Άγιος Σωζόμενος, Μπαρσάκ. Η επιτομή αυτού που περιγράφεται ως «τέρμα Θεού, αρχή Αλλάχ». Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Λασπουριά και βρόμα από τις φάρμες. Σκεφτείτε το όλο αυτό, Αύγουστο μήνα, ντάλα ήλιος, οι Τούρκοι απέναντι στο χιλιόμετρο και κάτι, κάτω από το παρατηρητήριό μας ο σταθμός λυμάτων, όπου αναδίδεται η σκατίλα του Κυπριακού. Τέρμα Θεού, για όσους πιστεύουν. Οι υπόλοιποι δεν έχουμε ελπίδες, δεν έχουμε τουαλέτες δεν έχουμε προσδοκία. Είμαστε ζόμπι που διανύουμε τη θητεία μας, χωρίς σκέψη, χωρίς συναίσθημα. Τα θυμήθηκα όλα αυτά καθώς έπαιρνα τις στροφές και διαπίστωνα πως τίποτα γύρω μου δεν είχε αλλάξει. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ αλλού. Μάταια.

Στον Άγιο Σωζόμενο, το πολύ διακόσιες ψυχές, οι ίδιοι και οι ίδιοι κι είχε αρχίσει να μαζεύει δύσθυμα σύννεφα. Θα γινόμασταν μουσκίδι, το δίχως άλλο. Με το Κυπριακό δεν είμαι πια αισιόδοξος. Ούτε απαισιόδοξος. Είναι κάτι με το οποίο πρέπει να τελειώνουμε. Αυτό το βαρίδι που μας κρατάει καθηλωμένους, που εκτρέφει μια νέα γενιά πολιτικών που ευελπιστούν να βγάλουν τα προς το ζην από τη διαχείρισή του και ετοιμάζει νέους ήρωες και νέα θύματα. Το ιδρυτικό κείμενο της Κίνησης το προσυπογράφω κι όσα λέει έχουν περάσει στη σφαίρα του αυτονόητου για μένα. «Γιατί, λοιπόν, βρίσκομαι εδώ;», σκέφτομαι κακόκεφα, καθώς οι πρώτες σταγόνες ξεκινούν να πέφτουν. Γιατί σε 20-30 χρόνια, όταν θα με ρωτήσουν με γνήσια απορία, θα μπορώ να πω προς υπεράσπισή μου ότι δεν βαρέθηκα, δεν αφέθηκα στη μοιρολατρία, ούτε στην απάθεια της κοινωνίας μας. Έστω κι αυτό το μικρό, το έκανα. Αν όχι, τώρα, τότε πότε; Αν όχι εμείς, τότε ποιοι; Οι παλιές ερωτήσεις θα μας κυνηγάνε μια ζωή, νομίζω...

Μέσα στον κόσμο γνωρίζω την Ντοούς Ντεριά. Λίγες μέρες αργότερα, οι δημόσιες δηλώσεις της μεταδίδονται σε όλο το νησί. Οι αλήθειες των άλλων επιτέλους αποκαλύπτονται και αναγνωρίζονται. Τα δύο κύματα συγκρούονται: από τη μια καταδίκες και απειλές, από την άλλη αλληλεγγύη και υποστήριξη. Δεν υπάρχουν διλήμματα εδώ: θα πάμε με τους δεύτερους, φυσικά. Αλλά δεν είναι αρκετό να γράφεις στο facebook, ηαλληλεγγύη δεν είναι δόση στην τράπεζα που πληρώνεις για να τακτοποιείς τα λογιστικά σου υπόλοιπα με την κοινωνία και την ιστορία. Η Ντοούς είναι θανάσιμα μόνη απέναντι σε αυτούς τους θεόμουρλους. Μόνη αρνήθηκε τον όρκο, μόνη έκανε τις δηλώσεις, μόνη δέχθηκε τις απειλές, μόνη θα γίνει θύμα κι αυτή αύριο μεθαύριο. Η υποστήριξη και η αλληλεγγύη μας θα παραμείνουν κενά ρητορικά σχήματα, αν δεν μετατραπούν σε πολιτική ενέργεια εντός της δικής μας κοινότητας κι αν δεν γίνουν γέφυρες προς την άλλη πλευρά. Επιτέλους, κάποτε κι από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε. Ας είναι απ’ τα ίδια τα θύματα αυτής της ιστορίας.

7 Δεκεμβρίου 2014

Ενοχές και ηρωισμοί

Τέλη Μαΐου και ένα πολύχρωμο μπουλούκι ξεχύνεται στους δρόμους της Λευκωσίας. Χαμόγελα, τραγούδια, αγωνιστικοί χαιρετισμοί. Νιώθεις στον αέρα την αισιοδοξία, ότι κάτι αλλάζει, ότι κάτι άλλαξε και δεν το υποψιάστηκες προηγουμένως. Ο παλιός κόσμος αντιστέκεται, οι άνθρωποι ακόμα επιμένουν στο στερεότυπο, στην ευκολία του να κατανοείς τον κόσμο μέσα από τον διαχωρισμό άσπρο-μαύρο, καλό-κακό, αυτοί-εμείς. Χρειάζονται γραμμές για να μπορούν να αυτοκατατάσσονται. Το ταμπού σπάει, μιλάμε ανοικτά για την ομοφυλοφιλία και τις διακρίσεις. Είναι και λίγο cool να το κάνεις. Την ίδια ώρα πιάνεις τον εαυτό σου μπλεγμένο σε κουτσομπολιά και να υποκύπτει στους αυτοματισμούς των χαρακτηρισμών. «Πουστιές», «αυτός είναι αδερφή» και πάει λέγοντας.

Fast forward, φθινόπωρο, γύρω από ένα τραπέζι και η κουβέντα γυρίζει για τις πτήσεις από την Τύμπου. Άλλοι είναι υπέρ: το χαμηλό κόστος και η εύκολη ανταπόκριση με άλλες πτήσεις είναι ικανά επιχειρήματα για να χρησιμοποιούν το αεροδρόμιο. Άλλοι είναι σκεπτικοί και αρνητικοί: η ασφάλεια των πτήσεων, το κοινωνικό στίγμα, το ενδεχόμενο να επιβληθεί ένα χρηματικό πρόστιμο τους αποθαρρύνει. Κάποιοι γνωρίζονται με Τουρκοκύπριους, έχουν φίλους από την άλλη πλευρά. Το ταμπού σπάει, μιλάμε ανοικτά για το θέμα. Είναι και λίγο cool να το κάνεις. Την ίδια ώρα το παλιό δηλητήριο του διαχωρισμού ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στους ενδοτικούς και τους απορριπτικούς καλά κρατεί. 

Τα σκεφτόμουν και τα ένιωθα όλα αυτά για πολύ καιρό. Είναι κομμάτι του κοινωνικού μου περιβάλλοντος. Τα ξέρω, τα συνήθισα, είναι σαν τον αέρα που αναπνέω. Δεν εκπλήττομαι και δεν θυμώνω με τίποτα. Ίσα - ίσα τα βαριέμαι πια, αφού ξέρω από πριν τι θα ακούσω πριν καν ο συνομιλητής μου ολοκληρώσει την πρώτη του φράση. Αιφνιδιάστηκα όμως από μια κουβέντα που μου έγραψε ένας φίλος τις προάλλες για όλα αυτά κι αξίζει τον κόπο να τη μοιραστώ:

«Οπότε ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα, Νικολάκη; Το ηθικό δίδαγμα είναι να βάλουμε όλοι πλάτη μπας και γλυτώσουν τα παιδάκια μας από το συναίσθημα της ένοχης απόλαυσης όταν ακούνε για κάποιον μερακλή που φέρμαρε τον κώλο ενός νεότερου και από το αίσθημα της ενοχής και της ανασφάλειας όταν πετάνε από ένα αεροδρόμιο και όχι από άλλο. Να γίνουν τα πράγματα φυσιολογικά για να μην αισθάνονται οι άνθρωποι ήρωες και σούπερ cool όταν μιλάνε με Τουρκοκύπριους, πετάνε από το Ercan και συμμετέχουν σε gay pride. Κάτω οι ηρωισμοί, κάτω οι ενοχές».

Εγώ απλώς προσυπογράφω.

30 Νοεμβρίου 2014

Βροχή




Βρέχει τα βράδια στη Λευκωσία. Την ώρα που όλοι, πλην ενός, κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου, έρχεται η βροχούλα. Είναι μια ψιλή βροχή, που πέφτει αθόρυβα, διακριτικά, έτσι που θα έλεγες ότι σχεδόν ντρέπεται για την επίσκεψή της. Θυμίζει κάτι βροχές στις βόρειες χώρες με το ασταμάτητό τους ψιλόβροχο, αυτό που υγραίνει το σώμα, που φτιάχνει μικρές λίμνες για να μουλιάζουν οι ψυχές. Αργά-αργά μαλακώνεις, αποσυντίθεσαι από τη διαρκή έκθεση στο υγρό στοιχείο. Γίνεσαι ο ίδιος νερό – είσαι ήδη κατά εβδομήντα τοις εκατό άλλωστε. Ένας ελαφρύς πόνος στο γόνατο, μια ανάμνηση από ένα βράδυ στη Φλωρεντία, κάνα δυο καλές κουβέντες πάνω από φτηνό chianti. Αυτές και άλλες επισκέψεις δέχομαι, καθώς παίρνει να βραδιάζει πιο νωρίς όσο προχωράμε προς τη σκοτεινή καρδιά του χειμώνα. Αυτό ισχύει ακόμα και τώρα, ακόμα κι εδώ, στο χρυσοπράσινο φύλλο, με τη σταθερή ηλιοφάνεια, το ήπιο κλίμα. Μαζί κι οι σκέψεις...

Όλα αυτά ίσως και να μην φαίνονται ενδιαφέροντα ή σχετικά με κάτι. Αλλά, η εναλλακτική είναι η επικαιρότητα κι ο υπολογιστής μου δεν χάνει ευκαιρία να αναδεύει το σκατό στον βούρκο όπου κολυμπάμε. Απ’ την οθόνη του ξεχύνεται ένα σκληρό φως και χιλιάδες pixels με κοιτάνε ασάλευτα. Σκάνδαλα, συλλήψεις, προσωρινές κρατήσεις, ΣΑΠΑ και σάπιοι, κάτι ψελλίσματα για το Κυπριακό που αργοπεθαίνει (κι εμείς μαζί του), η διοικήτρια, το τσάμπιονς λιγκ, τα δάνεια απ’ τις τράπεζες. Αλλά αυτά τα διαβάζουμε κάθε μέρα, τ’ ακούμε το πρωί στο ραδιόφωνο, πολιορκούμαστε κάθε στιγμή από ρεπορτάζ, ενημέρωση, διάφορους μεσσίες που θέλουν να πατάξουν, να διορθώσουν και να μας αποκαθάρουν από αυτό το κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει.

We are all in the gutter, αγαπητοί συμπολίτες, but some of us are looking at the stars. Νομίζω. Ελπίζω. Εύχομαι. Γι’ αυτό κι από δω, σχεδόν κάθε Κυριακή, αν και τελευταία σημειώνω συχνά απουσίες, προτιμώ να γράφω για κάτι διαφορετικό. Όχι τόσο για αυτά που με θυμώνουν (αυτά είναι κουσούρια του παλιού καιρού), αλλά για άλλες σκέψεις. Προτιμώ να αποφεύγω όλες τις λέξεις που κούρασαν τα μάτια μας: εκσυγχρονισμός, ευρωπαϊκό κράτος, αλλαγή, διαδικασία επίλυσης, υδρογονάνθρακες, Barbaros, Κεντρική, ο διεθνής παράγων. Αυτά είναι ο θάνατος της γλώσσας. Κι ο θάνατος της νόησης. Κάτι μέσα μας χάνει τη λάμψη του, καθώς αλλοτριώνεται η έσω ικανότητα να κατανοούμε και να συναισθανόμαστε τα πράγματα. Νιώθω μπουχτισμένος – και νομίζω και πολύς κόσμος το ίδιο. Αρκετά με όλα αυτά. Υπάρχει, ακόμη, ομορφιά εκεί έξω. Καλές παραστάσεις, ειλικρινείς απόπειρες καλαισθησίας, η ρυθμική ανάσα της φύσης, στιγμές ή τόποι γαλήνης, ένα τρυφερό χέρι. Δεν μας χαρίζονται, δεν έχουν διάρκεια και δεν υπόσχονται ότι θα είναι διαθέσιμα για πάντα. Ας είναι. Υπάρχει, όμως, κι ομορφιά και στο μέσα μας, στον τρόπο που όλα αυτά μπορούν να χωνευτούν με τον υπόλοιπο βίο μας. Δεν είναι τρέλα να μιλάς γι’ αυτά. Τρέλα είναι να καμώνεσαι πως δεν υπάρχουν.

23 Νοεμβρίου 2014

Μισές αλήθειες




“όμως εδώ μπορεί να πέφτω έξω
όπως πέφτουν έξω από τα πράγματα
όσοι μιλάνε ή σκέφτονται με στίχους”

Βασίλης Στεριάδης, Ο κ. Ίβο


Μπορεί να είναι κι έτσι. Τι τα θες, μην τα ρωτάς. «Όποιος ρωτάει, να είναι έτοιμος και για το τρομερό το άχθος της γνώσης», ακούστηκε μια φωνή απ’ το βάθος του μυαλού. Η απειλή αντήχησε για ώρα στο κενό. Αντέχεις; «Φόρτωσε κι άλλο, με παίρνει», απάντησε η ίδια φωνή. Ίσως από περηφάνια, ίσως από περιέργεια να δόθηκε τούτη η απάντηση. Ποιος ξέρει; Καθαρή αποκοτιά όμως, μην το αναλύεις περισσότερο. Κι αν τα πράγματα δεν ήταν όπως τα ξέρεις, ή όπως κάποτε τα ήξερες, πάει να πει πως ό,τι έγινε μέχρι σήμερα ήταν ένα λάθος, μια μοιραία τρέλα κι ένα χάραγμα στην επιφάνεια της άμμου. Και κάπως έτσι σου ξημερώνει κάθε μέρα λάθος. Θα μας αιφνιδιάσει ο αέρας, ακόμα κι ένα μικρό αεράκι μπορεί να μας χαλάσει το κάθε σχέδιο.

Είναι η εποχή των χαμηλών προσδοκιών, των χαμηλότερων επιθυμιών και των χαμηλότατων προοπτικών. Παραθετικά και αντικειμενικά ομιλούντες, δεν πρέπει να ζητάμε πολλά – για όποιο θέμα κι αν μιλάμε. Δεν είναι καιρός για αλλαγές στις ζωές κανενός, μας κοπανάει στο κεφάλι ο στέρεος ορθολογισμός. Βέβαια, με τη λογική μου, όλο αυτό το καταλαβαίνω. Νομίζω, δηλαδή. Αλλά απ’ την άλλη, διάολε, έχω μια ανησυχία ότι ο χρόνος μου τελειώνει. Και κάπως έτσι βρίσκομαι να βαδίζω ήδη στους πρόποδες του όρους της αμφιβολίας και του δισταγμού. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα μια ελπίδα, μια προσπάθεια, έστω μία υπόνοια, βρε αδερφέ, ότι η πόρτα ίσως και να μην έχει κλείσει. Αλλά είναι φορές που ούτε κι αυτή δεν βρίσκεται.
Χωρίς χάρτη ή πυξίδα, το μόνο που με κάποια ασφάλεια ή με άλμα πίστεως να μας απομένει, είναι ο άλλος. Αλλά κι αυτός, με χίλια δυο μπαγκάζια απ’ τα παλιά, παλεύει να ξανασταθεί όρθιος, να συμμαζέψει την ψυχή του, να προλάβει την ώρα, να βρει το μερτικό του απ’ τη χαρά, πριν του το κλέψουν άλλοι. Με ποια νομίσματα να συναλλαχθείς σ’ αυτή την αγορά, τώρα που οι κίβδηλοι μιλάνε για κάτι που πάει να μοιάσει με αλήθειες; Μισές αλήθειες ίσον ολόκληρα ψέματα. Μα, τι σου λέω τώρα. Εσύ δεν ήσουν ποτέ καλή στα μαθηματικά.

16 Νοεμβρίου 2014

βαθύ.κυπριακό.κράτος.

“Οι χειρότεροι είναι οι άλλοι, οι μεταπράτες,
οι κολλυβιστές κάθε τίμιας λέξης και ιδέας,
έτοιμοι ν’ αλλάξουν πορνεύοντας τα πάντα”
Γ. Σεφέρης, Μέρες Γ’



Αυτούς τους απεχθάνομαι περισσότερο. Αυτούς που λέει ο Σεφέρης. Αυτούς που σήμερα αποτελούν το βαθύ κυπριακό κράτος. Όσο πιο πολύ μένω εδώ, όσο πιο καλά τους γνωρίζω, τόσο πιο πολύ τους σιχαίνομαι. Αν τύχει και κάνω χειραψία μαζί τους, κοιτάω να πλυθώ με την πρώτη ευκαιρία. Φαντάζομαι ότι μου αφήνουν μια γλίτσα στην παλάμη, μια βαθιά βρωμιά που θέλει τρίψιμο για ώρα για να φύγει. Ας όψονται οι υποχρεώσεις της δουλειάς, οι τόσες συναντήσεις κι ο βιοπορισμός. Αναγούλα. Αν τους μιλήσεις, είναι σαν να απευθύνεσαι σε ομιλούσες γραβάτες. Σε κενά κοστούμια που περιφέρονται σε γραφεία. Ανδρείκελα. Πάει να πει ότι είναι κάτι σαν άνθρωποι, αλλά όχι άνθρωποι. Συνεννοείσαι μαζί τους συνθηματικά: άρθρο, υποχρέωση, έγγραφα, αποφάσεις. Η γλώσσα που καταλαβαίνουν είναι της εξουσίας, της ιεραρχίας και του χρήματος. Εκμαυλισμός σκέτος, σου λέω. Σε κάνουν θεό και μετά σε ποδοπατούν στο δευτερόλεπτο. Όσο δεν είσαι στον δρόμο τους, όσο τους βολεύεις και τους δουλεύεις, δεν ασχολούνται μαζί σου. Μετά, δεν προλαβαίνεις καν να αρθρώσεις την αντίρρησή σου ή έστω μια αμφιβολία. Έχεις φύγει, κι αν δεν έχεις φύγει ήδη σύντομα θα έρθει κι η σειρά σου. Σαδδουκαίοι, Φιλισταίοι, πραίτορες, αυλικοί, κολαούζοι. Με κάτι τέτοιους λειτουργούσε πάντα το σύστημα. Απαραίτητοι ο ένας για τον άλλο. Καρκινάκια που πολλαπλασιάζονταν και αρρώσταιναν την κοινωνία τους. Έτσι και σήμερα. Μπόχα, να σου κόβεται η ανάσα. Κι όλα αυτά με ένα επίχρισμα σοβαρότητας, στομφώδεις λόγοι, φανφαρόνικες πόζες, βερμπαλισμοί της καθαρεύουσας. Εμετός. Δεν ξέρεις σε ποιον να μιλήσεις πια. Κι έτσι τα λες με τον εαυτό σου, τα πουλιά και τα δέντρα. Ή πιάνεις στασίδι στη σελίδα 14. Ίσως έτσι να ξεκινάει η τρέλα, ή απλά η αποχώρηση, η εσωτερική απόσυρση. Ή παίρνεις τα όρη και τα βουνά, τις θάλασσες και τα ποτάμια. Επιστροφή στη φύση για να ακούσεις ήχους αληθινούς, ρυθμικούς, την ανάσα της γης την ώρα που σουρουπώνει και όλα σιωπούν. Αν σταθείς τυχερός, βρίσκεις κανέναν φυσιολογικό άνθρωπο και λες δυο κουβέντες απλές, χωρίς να χρειάζεται να ψάχνεις πού σου έχει χώσει το μαχαίρι. Πείτε και σε μένα τον «περιθωριακό»: πώς τους αντέχετε;
 

9 Νοεμβρίου 2014

Σήψη, κυνισμός, δυσπιστία



«Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους, 
τους Ευρωπαίους, τους προφεσόρους,
 

που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
 

αν δε γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
 

υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
 

τους έχω βαρεθεί.»

Δεν με φοβίζει η προοπτική της οικονομικής κατάστασης. (Παραδέχομαι άγνοια ακόμα και για βασικές γνώσεις στον τομέα). Δεν ανησυχώ για όσους ξέρουν ή θα μάθουν, εύκολα ή δύσκολα, να επιβιώνουν μέσα στην αντάρα. Αυτό που φοβάμαι είναι την αλλοίωση του μέσα μας, την παραμόρφωση των σχέσεων μας και την εκπαίδευση μας σε νέα συναλλακτικά ήθη. Πριν ενάμιση χρόνο ξυπνήσαμε ένα πρωί με τα συντρίμμια της πρόσκρουσης μας στην πραγματικότητα παντού: στα σπίτια, τις ζωές, τις δουλειές μας. Η κρίση μας στέρησε την επίπλαστη ευμάρεια, που πια φαντάζει σαν να υπήρξε κάπου αλλού, για κάποιους άλλους, ένας χαμένος παράδεισος κι εμείς πια οι έκπτωτοι και καταραμένοι με το στίγμα του αμαρτήματος να περιφερόμαστε με αγωνία στον νέο κόσμο. Ίσως να ακουστεί παράδοξο, αλλά η κρίση δημιούργησε συνθήκες κι έφερε νέα υλικά που  το συνταίριασμά τους θα μπορούσε να μας δώσει ένα διαφορετικό εαυτό, μια νέα πατρίδα. Είναι όμως έτσι;
Μέχρι σήμερα, η δική μου διαπίστωση είναι ότι τα κύρια προϊόντα της είναι η επίταση της σήψης, η άνοδος του κυνισμού και η δημιουργία μιας μη αναστρέψιμης δυσπιστίας απέναντι στους θεσμούς και στους συνανθρώπους μας. Η σήψη της πολιτικής και πολιτειακής μας ζωής αποτυπώνεται ξεκάθαρα στα εξώφυλλα των εφημερίδων. Οι φορείς των αξιωμάτων που κλήθηκαν να λειτουργήσουν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης αποδείχθηκαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ανεπαρκείς ή ιδιοτελείς ή και τα δύο, μεριμνώντας πρώτιστα για το προσωπικό, οικογενειακό ή κομματικό συμφέρον. Η στάση αυτή προδίδει την business as usual αντίληψή τους. «Έτσι ήταν πάντα, έτσι θα συνεχίσει να είναι», μοιάζουν να μας λένε πίσω από τα βαριά γραφεία, τους τίτλους και τις πολλές προσφωνήσεις.
Μαζί με αυτά που δεν αλλάζουν, έρχεται και η αλλοίωση της ψυχής μας και των σχέσεων μας, μέσα από την άνοδο του κυνισμού. Το σύμπαν γύρω μας καίγεται, αλλά ο μέσος κύπριος πολίτης (τον οποίο κανείς δεν ξέρει, αλλά όλοι αναφέρουν) φοβάται μόνο για τη δική του προσωπική επικράτεια. Ας καεί το σπίτι του διπλανού, τώρα που ήρθε το θέρος ας σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι, ας σωθεί ο δικός μου μόνο μικρόκοσμος. Με όποιο κόστος, με κάθε τίμημα. Η κρίση φανερώνει ή δημιουργεί ένα νέο εαυτό: οι άνθρωποι γίνονται στατιστικές και αριθμοί σε πίνακες που παρουσιάζονται ενώπιον συναισθηματικών ανάπηρων εμπειρογνωμόνων σε κλειστές αίθουσες ή άρθρα σε μνημονιακά νομοσχέδια τα οποία κανείς δεν διαβάζει αλλά όλοι ψηφίζουν. Οι ζωές μας υπολογίζονται με το λερωμένο κομπιουτεράκι ενός χαρτογιακά. Και οι συνθήκες αλληλοφαγώματος δημιουργούνται εύκολα, με τις διάφορες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες να στρέφονται η μια εναντίον της άλλης, αφού όλοι είναι πεπεισμένοι ότι ο γείτονας είναι που μας τρώει το φαί.
Κι ο κυνισμός γεννάει με τη σειρά του δυσπιστία, ή μάλλον έλλειψη πίστης σε ο,τιδήποτε. Κι αυτό φέρνει τη συνολική ψυχική κατάρρευση μας κατάρρευση: η αδυναμία μας να πιστέψουμε και να στηριχθούμε στο συνάνθρωπό μας, να λειτουργήσουμε με μία ελάχιστη αίσθηση ευθύνης στην καθημερινότητα μας για ό,τι περνάει από το χέρι μας. Κοιτιέσαι στον καθρέφτη και δεν εμπιστεύεσαι ούτε την εικόνα που σου επιστρέφει ο καθρέφτης. Αντίθετα η επικρατούσα άποψη συμπυκνώνεται στην απόδραση από την πραγματικότητα, αφού κάποιοι άλλοι πρέπει να λύσουν το πρόβλημα κι αφού ο «Κυπραίος εν αλλάσσει φίλε μου» ή στην αναλγησία του «ίντα εγώ είμαι παλαβός να μεν φάω» ή  στο «ευτυχώς που ήρθε η τρόικα για να μας βάλει σε τάξη».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, αναρωτιέμαι τι απομένει για τους ανθρώπους της δικής μου γενιάς, που οι βασικές επιλογές που τους προσφέρονται είναι να ζήσουν ως είλωτες ή να παίξουν με τους όρους του παιγνιδιού ή να πάρουν την άγουσα στο εξωτερικό. Λοιπόν, κι εγώ τους έχω βαρεθεί.

26 Οκτωβρίου 2014

Τριάντα και πέντε




1.     Σπορά της τύχης – παιδί της λογικής.
2.     Τρυφερές γυναίκες - πασά μου, γιόκα μου, τζάνουμ.
3.     Η μυρωδιά απ’ τα πλατάνια – μια ζάλη.
4.     Έλληνας, Κύπριος – τελικά, τα παιδικά χρόνια είναι η μόνη πατρίδα.
5.     Δεξιόχειρ – αριστεροπόδαρος.
6.     Ένας ηλικιωμένος με μαύρα – η πρώτη ανάμνηση.
7.     Σιωπή – το ιδίωμα της επικοινωνίας.
8.     Μελαγχολία και εσωτερικές φυγές – ως πότε;
9.     Δώς μου σύνδεση στο ίντερνετ – και θα κινήσω τη γη.
10. Όταν αλάφρυνε για μια στιγμή η συνείδηση – δύο φορές όλες κι όλες.
11. Οι τόσες ερωτήσεις – μερικές απαντήσεις, που μόλις κι αχνομύρισαν.
12. Να αλλάξουμε τον κόσμο – μα, ας γίνουμε πρώτα καλύτεροι εμείς.
13. Οι μέρες της Θεσσαλονίκης – υπερπλήρεις αποθήκες αναμνήσεων.
14. Νέα Υόρκη, Βερολίνο, Φλωρεντία – ευγνωμοσύνη.
15. Της είπε: «Έλα να πιούμε τον ήλιο και να μην γυρίσουμε ποτέ» -
Του είπε: «Νομίζω έχουμε ανάγκη από λίγη πραγματικότητα».
16. Πάλες, προσπάθειες, αποτυχίες – ξανά, ξανά, ξανά όρθιος.
17. Προσδοκία κι όνειρα – καλύτερα να μου κόψεις το οξυγόνο.
18. Ένα ζεϊμπέκικο στα χρωστούμενα – έσσεται ήμαρ.
19. Λάθη, αστοχίες – και άλλες περιπτώσεις εθελοτυφλίας.
20. Αυτό που βλέπουν οι άλλοι – στο βάθος, όμως, κήπος.
21. Η απολυτότητα, το εγώ, η έπαρση – οι παλιοί δαίμονες πεθαίνουν αργά.
22. Η αγάπη, η αγάπη, η αγάπη – ο νέος άγγελος περπατάει στα νερά.
23. Ένα ξημέρωμα, το πάφλασμα, ένα μακρύ καλοκαίρι – θα σου γράψω το πιο γλυκό τραγούδι.
24. Κατά βάθος είμαι αυτός που θυμάμαι από παλιά – ίσως κι όχι.
25. Η μπάλα είναι απλή – μια πάσα κάνει δύο ανθρώπους ευτυχισμένους.
26. Οι παλιοί φίλοι – επιμένουν ευτυχώς.
27. Υπάρχεις; - (σιωπή).
28. Άγγελος με τους αγγέλους - σκυλί με τα σκυλιά.
29. Λόγια ακριβά – τα έχω όλα φυλαγμένα.
30. «Ούτε στον παράδεισο μόνος» - μία σταλιά σοφίας.
31. Η ομορφιά δεν θα σώσει τον κόσμο – μάλλον με αυτήν θα σωθεί όποιος την διαλέξει.
32. Τα δύσκολα «όχι», τα εύκολα «ναι» - ό,τι πιο πολύ με παίδεψε.
33. Δεν ξέρω που βγάζει αυτό ταξίδι – αλλά λέω να «το τρέξω» όσο πάει.
34. Σπουδαιοφανείς βλακείες, ανούσιες συζητήσεις – δεν έχω καιρό για χάσιμο, να με συμπαθάτε.
35. Κιόλας;


19 Οκτωβρίου 2014

(Φθινοπωρινές) Μελαγχολίες

-->

Μαζί με την προϊούσα μελαγχολία του φθινοπώρου (ξέρετε, η μέρα που μικραίνει, το λοξό φως του απογεύματος, μια ψύχρα τα βράδια), διαβάζω τις ειδήσεις στο δίκτυο – και μελαγχολώ περισσότερο. Σκεφτόμουν τις πρόσφατες δηλώσεις του μητροπολίτη Μόρφου για την επικείμενη διάλυση της Τουρκίας, την επαλήθευση προφητειών και το μίσος που προάγει το ισλάμ και με έπιασε μαύρη απελπισία. Κυρίως για δύο λόγους: κατά πρώτον, ότι ο δημόσιος λόγος ενός ιεράρχη, άρα όχι ένα κυριακάτικο κήρυγμα ενώπιον πιστών, εξαντλείται σε μια μεταχρονολογημένη ελπίδα και έναν ανέξοδο φόβο. Το ζήτημα δεν έχει καμιά θρησκευτική διάσταση: ο μητροπολίτης άφησε τον στίβο της εκκλησίας και της πνευματικότητας και μίλησε με εσχατολογικούς όρους, σαν γραφικός παρουσιαστής μεταμεσονύκτιας εκπομπής που διακινεί συνωμοσιολογικές θεωρίες. Πνευματικός, θρησκευτικός, παρηγορητικός, ουσιαστικός λόγος μηδέν. Αντίθετα. Και κατά δεύτερο, η ουσία των  λεγόμενών του του χάιδευαν το μαλακό υπογάστριο της ανευθυνότητας και της οκνηρίας μας. Το κράτος του εχθρού θα διαλυθεί. Έτσι. Διά μαγείας. Ή θεία βουλήσει. Εν πάση περιπτώσει, χωρίς να κουνήσουμε το μικρό μας δακτυλάκι. Θα σωθούμε. Κάποιοι από εμάς τουλάχιστον, προς δόξαν Κυρίου. Αλλά το σημαντικό είναι να μην κάνουμε τίποτα, αφού στο μεγάλο σχέδιο προβλέπεται καταστροφή για τους άλλους και η περήφανη νίκη για εμάς. Η προσωπική και η συλλογική ευθύνη για τη λειτουργία του δημόσιου βίου μας και της διεθνούς κοινωνίας στέλνονται στα τάρταρα.
Μελαγχολώ κι από άλλες ειδήσεις, που χαρτογραφούν βήμα-βήμα τη σήψη. Κατά νόμον υπεύθυνοι που έβαλαν χέρι στο δημόσιο χρήμα, ερασιτέχνες εκβιαστές του... εαυτού τους, αξιωματούχοι που αποδεικνύονται μέτριοι, ανίκανοι και αλαζόνες στην άσκηση των καθηκόντων τους, τριπλοτετραπλοσυνταξιούχοι που δεν ξέρουν πού να πρωτοβάλουν τα λεφτά τους. Η δημόσια υπηρεσία παραπαίει, η κοινωνία είναι ακόμα ζαλισμένη από τη ροπαλιά του κουρέματος και με όποιον μικρομεσαίο επιχειρηματία μιλήσεις, δεν ξέρεις τι να του πεις.
Είναι κι άλλα, αλλά ο χώρος δεν με παίρνει. Με ανησυχεί η σκέψη ότι τελικά αυτό που φαίνεται όταν ξύσεις λίγο την επιφάνεια της ευυπόληπτης κοινωνίας, των χαιρετούρων και της ψευδοαιδημοσύνης, αυτό που βρίσκεις είναι το πραγματικό μας πρόσωπο. Στα πρόσωπα του κάθε υπόδικου υπουργού, του κάθε φοροφυγά αξιωματούχου, του κάθε ερασιτέχνη δημάρχου αντανακλάται η αληθινή μας εικόνα. Αυτοί είμαστε εμείς κι εμείς είμαστε εκείνοι. Θα θέλαμε να είμαστε αλανιάρηδες, παντοδύναμοι και προπαντός ανέλεγκτοι. Θυμηθείτε όσους λεν: «Αν ήμουν Πρόεδρος εγώ, θα ...». Αναρωτιέμαι: γιατί θα έπρεπε όσοι μας εκπροσωπούν να ήταν κάτι διαφορετικό από εμάς;
Μερικές φορές σκοντάφτω πάνω σε παλιά μου κείμενα. Εκεί βρίσκω έναν γνώριμο θυμό και την πρόθεση να βάλω φωτιά στον παλιό κόσμο, σε ό,τι με δένει στη γη, σε ό,τι τρώει τα σωθικά αυτού του τόπου. Ξαφνιάζομαι κι εγώ ο ίδιος με τις βεβαιότητες της νιότης μου, την οργή, με την αμετροέπεια μερικές φορές, την άγνοια κινδύνου, την παλιά πίστη ότι όχι απλά ο κόσμος θα αλλάξει, αλλά ότι θα τον αλλάξουμε εμείς. Σε λίγες μέρες κλείνω τα 35 και για πρώτη φορά συνειδητοποιώ ότι οι παλιές και πολλές βεβαιότητες έχουν καταρρεύσει σαν κυπριακή τράπεζα. Μα πιο πολύ με μελαγχολεί η ανησυχία πως τελικά ίσως κι εμείς ν’ αλλάξαμε κι ότι αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ.

5 Οκτωβρίου 2014

Βουκεμβίλιες




Υπάρχει κάτι στις βουκεμβίλιες που το βρίσκω συγκινητικό. Ειδικά σε όσες έχουν φούξια φύλλα. Όχι άσπρα, μήτε πορτοκαλί. Φούξια. Στις μεγάλες και τις θεριεμένες, τις ατιθάσευτες και τις αφρόντιστες, μαρέσει η θάλασσα των φύλλων τους, που μοιάζουν να ετοιμάζονται να πάνε σε ολοήμερο πανηγύρι. Στις μικρές και καχεκτικές θαυμάζω την επιμονή να απλώνουν τον λεπτό κορμό τους και να λυγίζουν στον άνεμο, χωρίς να σπάνε. Έχουν μια λεπτότητα, ίσως φινέτσα. Μα θα έλεγα καλύτερα έναν ντελικάτο χαρακτήρα.
Πριν από πάνω από ένα χρόνο φύτεψα δύο από δαύτες στη βεράντα του διαμερίσματός μου. Πήρα δύο, να κάνουν παρέα, να μεγαλώνουν μαζί, σαν φίλοι, σαν αδέρφια, σαν εραστές. Αγνοώ την ακριβή φύση της σχέσης τους, αφού τα φυτά σπάνια σου χαρίζουν μυστικά, αλλά ξέρω ότι η μία είναι πιο εκδηλωτική από την άλλη. Τουλάχιστον αυτό προδίδει ο τρόπος που γέρνει προς το μέρος της άλλης. Καμιά φορά τα πρωινά, όταν ο κόσμος μακελεύεται μέσα στους δρόμους, εγώ παίρνω άδεια από τη σημαία για να αργήσω στη δουλειά, και τις μελετώ, βλέπω τα νέα φύλλα τους, το χώμα και καμιά φορά τις φαντάζομαι να μιλούν μεταξύ τους. «Ε, εσύ, πού κοιτάς από κειή «Έλα να σου πω κάτι...», κι άλλα τέτοια ατάλαντα. Άλλες φορές πάλι, τους βάζω στο repeat ένα μελαγχολικό τραγούδι που μαρέσει πολύ και προσπαθώ να ερμηνεύσω τις κινήσεις τους στο άκουσμα του σκοπού (τζίφος, συνήθως...).
Από τον καιρό που άρχισα να τις παρατηρώ και να συνειδητοποιώ την αγάπη μου γιαυτές, άρχισα να τις ανταμώνω παντού. Στις αυλές, στα φυτώρια, σε μικρές γλάστρες, πίσω από φράκτες, σε στενά. Όπου κι αν πήγαινα, έπεφτα πάνω σε μία κι η τακτικότητα ήταν τέτοια που άρχισα να υποψιάζομαι ότι οι βουκεμβίλιες έμοιαζαν με το κορίτσι που κρυφά αγαπάς κι όλο το συναντάς αναπάντεχα. Κι ύστερα το ίδιο πάντα συναίσθημα, το σκίρτημα, οι παλμοί, ο ιδρώτας, οι κοφτές αναπνοές, η όξυνση των αισθήσεων, ο πόθος που σου λιώνει τις αρθρώσεις.
Ξέρω, θα σκεφτείτε, πάει λάλησε το αγόρι και το γύρισε στη φυτοτεχνική και τον οικολογικό αναχωρητισμό. Μα η αλήθεια, αν μου επιτρέπετε μια φράση μόνο προς υπεράσπισή μου, είναι πως με όσα βλέπω γύρω μου, έχω ανάγκη από ομορφιά, γαλήνη κι αρμονία, έστω σε τόσο μικρή δόση, έστω σε αυτή τη μορφή. Χάρισμά σας η επικαιρότητα, η εξουσία, οι αναλύσεις και τα τοιαύτα.