6 Ιουλίου 2014

Ανάλεκτα



Η αγριότητα του παραλογισμού και ο φόβος που τη συνοδεύει. Τα εσωτερικά σύνορα και το θρυμμάτισμα της εικόνας του εαυτού. Η θάλασσα ουκ έστιν έτι – πότε θα βουτήξουμε επιτέλους; Να μην ξεχάσω τα βιβλία που θέλω να παραγγείλω. Να βρω χρόνο για τα πράγματα που μετράνε. Η ελευθερία πάνω στο ποδήλατο. Η υγρασία τα βράδια και ο αέρας στον πέμπτο όροφο. Τα ψεύτικα διλήμματα και οι φανταστικοί διάλογοι. Στη Δημοκρατία της Κύπρου είμαστε όλοι μελαγχολικοί. Οι ανεπάρκειες που διαπιστώνω στους γύρω. Αυτό που δεν βρίσκουν οι άλλοι σε μένα. Ο καταλογισμός της πρόθεσης. Το άθροισμα των μικρών αδιεξόδων. Οι ατέρμονες συζητήσεις και ο θάνατος της διανοητικής ικανότητάς μας. Η γραφειοκρατία και η σταδιακή μεταμόρφωση όσων ακουμπάει. Να μην ξεχάσω: πιο αργά, πιο απαλά. «Έχω ξεπεράσει τη θλίψη του Κυπριακού». Ένα καινούργιο καλό ελληνικό κρασί. Πολλές προοπτικές, καμιά υλοποίηση. Υπόθεση, επαλήθευση και διάψευση. Διάψευση. Το χώμα, οι σπόροι, το πότισμα, η δίψα της γης. Το σύνολο των προσδοκιών και η πραγματική τους αξία. Η Κύπρος του ’30, οι παλιές φωτογραφίες και οι οικογενειακές ιστορίες – αυτές που ξανάκουσες κι αυτές που δεν θα ξανακούσεις. Η ιστορία που περιμένει να την ανακαλύψεις και οι σελιδοδείκτες σε ό,τι έμεινε στη μέση. Ο ήλιος το πρωί κι ένα φως που καίει. Οι αναμνήσεις απ’ τη μυρωδιά των πλατανιών, τα υγρά μάτια, μα όχι δάκρυα. Όχι ακόμα δάκρυα. Ένας στίχος απ’ την κυπριακή μεσαιωνική ποίηση. Όσα δεν ξέρω, όσα δεν θα μάθεις. Τα πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου, ο πόνος της ενηλικίωσης και οι διαρκείς αποχωρισμοί. Το οξύμωρο της ύπαρξης της απουσίας. Ο πλούτος και το φορτίο του καθενός. Η τσίκνα, τα ούζα και οι σκιές. Οι διαμεσολαβήσεις κάθε είδους και η απέχθεια που προκαλούν. Μια αναφορά του Σεφέρη και οι χαμένες σημειώσεις. Η ευκολία και η προστυχιά της. Το κουτί με τα παλιά άρθρα, τα πιστοποιητικά γεννήσεως και τα πτυχία. Ένα μαρμάρινο φεγγάρι και οι παλίρροιες του κόσμου. Το κριτσάνισμα του ψημένου ψωμιού, η ετυμολογία των λέξεων και η καταγωγή των κρυφών αισθήσεων. Η τρέλα, ο θάνατος κι οι οργασμοί. Το συναισθηματικό τείχος που ραγίζει. Αυτοί που θέλουν (τόσοι πολλοί), αυτοί που μπορούν (τόσοι λίγοι). Τα πάγια χρωστούμενα σε άλλους, οι παλιές κουβέντες και τα γέλια στον διάδρομο. Οι αληθινές γεύσεις, η χαρτογράφηση της επικράτειας του άλλου και οι αποκαλύψεις. Ένα κείμενο που ψυχομαχεί.

29 Ιουνίου 2014

Κατά Σαδδουκαίων




Όσο κι αν θάβουμε το κεφάλι μας στην άμμο, η κρίση –οικονομική, πολιτική, κοινωνική– παραμένει μια διαρκής σταθερά στις ζωές μας. Μπορεί να υπάρχει μια (ψευδ)αίσθηση ότι τα χειρότερα πέρασαν, ότι το σοκ ξεπεράστηκε κι ότι τα πράγματα αλλάζουν, με την εγκατάσταση διάφορων ευφημισμών στην καθημερινή συνομιλία: έξοδος στις αγορές, επανεκκίνηση της οικονομίας, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και πάει λέγοντας. Φοβάμαι ότι όσο πιο πολλές λεκτικές φιοριτούρες χρησιμοποιούμε, τόσο πιο πολλή είναι η γύμνια που προσπαθούμε να καλύψουμε, τόσο πιο μεγάλη είναι η τρύπα που προσπαθούμε να κλείσουμε. Ο καιρός της κρίσης φωτίζει (τι παράδοξη χρήση ρήματος, ε!) τις πιο σκληρές μας εκφράσεις και τις πιο κραυγαλέες μας αδυναμίες. Μέσα στον χαμό, ο καθένας κοιτάει να σώσει το τομάρι του – συνειδητή επιλογή ή ενστικτώδης αντίδραση, δεν έχει σημασία, αφού εδώ κρινόμαστε από το αποτέλεσμα. Η κρίση δεν έγινε ευκαιρία, όχι επειδή έλειψαν οι συνθήκες ή επειδή δεν λειτούργησε κάποιος αυτοματισμός, αλλά επειδή εμείς οι ίδιοι δεν θελήσαμε να αλλάξουμε. Μοιάζουμε σε ένα μικρό παιδί, που δείχνει μεταμελημένο και ντροπιασμένο, καθώς συλλαμβάνεται με το χέρι στο βάζο των γλυκών, αλλά την ίδια ώρα σκέφτεται την επόμενη ευκαιρία με την οποία θα ξεδιπλώσει το ταλέντο του στη ζαβολιά. Ίσως η μεταφορά να είναι παραπλανητική εν μέρει, μιας και υπονοεί ένα συλλογικό «εμείς» κι ότι «εμείς» φταίμε, με την αυτομαστιγωτική διάθεση που υιοθετήθηκε από ένα μέρος του δημόσιου λόγου κυρίως τις εβδομάδες μετά το κούρεμα. Ας θυμηθούμε τα πάρτι, τα ρουσφέτια, το πελατειακό σύστημα, τις μικρές και μεγάλες αβαρίες, την ατιμωρησία και την ασυδοσία: ο κατάλογος των ουσιαστικών δεν έχει τέλος. Μόνο που δεν είναι (μόνο) αυτά, μα κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει: η έλλειψη βούλησης, προθυμίας, πεποίθησης ότι πρέπει να τελειώνουμε με τον παλιό κακό εαυτό, ότι αυτά που μας έφεραν ως εδώ, δηλαδή το σύνολο των παθογενειών και των κακοδαιμονιών, πρέπει να ξεριζωθούν. Προς το παρόν συνεχίζουμε με την υποκριτική επίκληση της τήρησης των κανόνων του παιγνιδιού, την ώρα που η κύρια επιδίωξη είναι η παράκαμψή τους προς ίδιον όφελος. Συνεχίζουμε με τους παλιούς καλούς τακτικισμούς και τις ασκήσεις ισορροπίας, αφού οι κύριοι φορείς του πολιτικού και πολιτειακού μας συστήματος μόνο σε αυτή τη γλώσσα μπορούν να συνδιαλεχθούν. Μου φαίνεται καθαρή τρέλα να πιστεύει κανείς ότι δοκιμάζοντας την ίδια συνταγή ξανά και ξανά, θα υπάρξει διαφορετικό αποτέλεσμα. Αναρωτιέμαι τι δουλειά έχουμε οι περισσότεροι από εμάς με όλη αυτή τη μαφία κι αν στ’ αλήθεια πιστεύουμε ότι μπορούμε να συναλλαχθούμε μαζί τους. Κουράζομαι, οργίζομαι, απογοητεύομαι, αποστασιοποιούμαι, καθώς νιώθω μικρές και μεγάλες ιδιοτέλειες να υπονομεύουν τα καλύτερά μας χρόνια κι ότι οι δύο προσφερόμενες λύσεις είναι να ενδώσω ή να αγνοηθώ. Διαλέγω να μην διαλέξω.

15 Ιουνίου 2014

Η δημοκρατία του καλοκαιριού



Και να που πιο αργοπορημένα, σε σχέση με άλλες χρονιές, το καλοκαίρι μας χτυπάει την πόρτα – έστω με τους αέρηδες και τις μπόρες του. Ο γνώριμος ιδρώτας σε βρίσκει κατά το μεσημέρι κι η θάλασσα σε επισκέπτεται διαρκώς ως ανάμνηση και προσδοκία, με την αλμύρα και τον αχό της, με την άμμο που βρίσκεις στα πιο αναπάντεχα μέρη, με το ρυθμικό κυμάτισμά της και τις σκέψεις την ώρα που πέφτει ο ήλιος δυτικά.

Στην παραλία αποτυπώνεται εν είδει μικρόκοσμου το μεγάλο μοτίβο της κοινωνίας μας, με τους τρέντι, τους μουσάτους τύπους των κοιλιακών, τους αμετανόητους hipster, τις γκομενίτσες με τη βαθιά ανησυχία για το τι χρώμα θα βάψουν το νύχι κι εμάς, τους (νομίζω) πιο προσγειωμένους, που μυρίζουμε λίγο eightίλα – με τις ψάθες και τις ομπρέλες μας παραμάσχαλα, ίσως λίγο πιο πεζοί, σίγουρα ελεύθεροι, κατά το δυνατόν, από τη lifestyle ανωμαλία που μας περιστοιχίζει. Αλλά ας είναι: στη δημοκρατία του καλοκαιριού είμαστε όλοι ίσοι κι ο καθένας δικαιούται να το ζει όπως το νιώθει καλύτερα, βαθύτερα, περισσότερο. Οι ελεγκτές των πόθων ας μείνουν για πάντα να βράζουν στο ζουμί τους, ανέραστοι και άχαροι.

Κάθε χρόνο τέτοια εποχή περίπου, περπατάω μέσα της, ώσπου το νερό να φτάσει στη μέση μου και μετά βουτάω κατευθείαν. «Καλό καλοκαίρι», σκέφτομαι την ώρα που το νερό με έχει καλύψει. Κι έτσι με τα χρόνια, έχω συλλέξει τις αναμνήσεις από όλες αυτές τις πρώτες βουτιές, στη Λάρνακα, τη Νέα Πέραμο, την Ικαρία, τη Σαμοθράκη, την Κρήτη, την Καρπασία, τον Ατλαντικό, τη Χαλκιδική. Κι αν ψάξω ακόμα πιο πολύ στις αποθήκες της μνήμης, βρίσκω μισό βουνό, μισή θάλασσα, έτσι όπως πάντα ήταν η ζωή μου, έτσι που να μην μπορώ να ξεδιαλύνω ανάμεσά τους. Και τι άλλο; Βαριοί ίσκιοι απ’ το Παγγαίο συντροφεύουν τις διαθλάσεις του φωτός μέσα στο νερό, πλάτανοι και μυρωδιές από μπαξέδες πιάνονται χέρι με χέρι με ούζα, θαλασσινά και τηγανητές πατάτες, οι εξεταστικές του Ιουνίου ποτίζονται ακόμα με μπίρες και ατελείωτες κουβέντες στη βεράντα και κάπου παλιά, ύπνος σε μια παραλία, το Αιγαίο να μας τυλίγει κι από πάνω ο ουρανός να μην σ’ αφήνει να πάρεις τα μάτια αλλού. Ήταν ο καιρός που κάθε υπόσχεση επαληθευόταν, κάθε φιλί δινόταν, κάθε γέλιο έβρισκε τον αντίλαλό του και το καλοκαίρι εκτεινόταν στο άπειρο, λες και κάθε μέρα υποσχόταν ότι δεν τελείωνε κι ότι ο Σεπτέμβρης θα ήταν μια απραγματοποίητη απειλή.

Είμαστε στα μέσα του Ιούνη κι εγώ νιώθω ότι η μια πόρτα άνοιξε και μια αιωνιότητα, μεγάλη σαν θάλασσα, βρίσκεται μπροστά μου. Δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο, πέρα από το να τη διαβώ.


8 Ιουνίου 2014

Ματιές στην άβυσσο




Βγαίνοντας από τον σταθμό των τρένων στο Στρασβούργο την περασμένη Δευτέρα, φορτωμένος με τα μπαγκάζια μου και έχοντας ξοδέψει πάνω από μισή μέρα για να φτάσω από το μικρό μας νησί στον προορισμό μου, παρατηρούσα τους ανθρώπους γύρω μου. Καθώς  γύρισα το κεφάλι μου στα δεξιά, σε μια παράμερη γωνιά της πλατείας, σε μέρος που δεν θα εστίαζε κανείς εύκολα την προσοχή του, είδα έναν άντρα απροσδιόριστης ηλικίας, ίσως γύρω στα 40-50, να απλώνει τον αφρό ξυρίσματος στο πρόσωπο του, καθώς έβλεπε τον εαυτό του σε έναν μικρό καθρέφτη. Γύρω του είχε 2-3 σακούλες, που φαίνονταν να περιείχαν ρούχα – ίσως τα υπάρχοντα του. Κι αυτός, καθώς τον παρατήρησα για λίγο  ακόμα, ήταν ντυμένος με τριμένα, βρώμικα ρούχα. Κοντοστάθηκα για μερικά δευτερόλεπτα, ξαφνιασμένος από την εικόνα και με την αίσθηση ότι παραβίαζα τον προσωπικό χώρο κάποιου άλλου. Μια αίσθηση ντροπής με κατέβαλε και συνέχισα σκοτεινιασμένος προς το ξενοδοχείο.

Είναι απ’ τις φορές που ένα βίαιο χέρι με τραβάει από τη μικρή φούσκα ασφάλειας στην οποία νομίζω ότι ζω. Η επίπλαστη ευκολία της καθημερινότητάς μου με τα, ας τα πούμε, προβλήματα και άγχη της δουλειάς και της προσωπικής αναζήτησης, καταρρέει παταγωδώς. Προφανώς, δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν αντιμέτωπος με την εξαθλίωση. Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από απόκληρους, από ανθρώπους που γίνονται σκόνη της γης. Κι αυτό όχι επειδή ήταν η μοίρα τους. Όχι, δεν πιστεύω σε ντετερμινισμούς αυτού του είδους. Μέσα στην καρδιά της Ευρώπης, στις πόλεις των χωρών μας, ακόμα και μέσα στις δικές μας, στα στενά της Λευκωσίας, η ζωή αλλάζει ξαφνικά έκφραση, σκληραίνει, γίνεται δυνάστης και φορέας ταλαιπωρίας και εξευτελισμού.

Κανείς δεν διαλέγει να βρεθεί στο δρόμο, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς φαγητό, στέγη και ασφάλεια. Κανείς δεν διαλέγει να αφήσει τη δουλειά του, να παρατήσει τις σπουδές του, να αφεθεί στην κακοδαιμονία για να ριχτεί σε ένα άγριο αγώνα επιβίωσης, όπου δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει και που  ή πως θα κοιμηθείς το ίδιο βράδυ, όπου η τροφή σου δεν είναι εξασφαλισμένη και η υγεία σου είναι σε διαρκή κίνδυνο.

Κάτι πάει στραβά με τον κόσμο μας. Είναι ένας κόσμος ανισοτήτων, αδικίας και καταπίεσης. Όσοι από εμάς μπορούμε να ξυπνάμε το πρωί της Κυριακής σε ένα στρώμα, κάτω από μια στέγη, να πίνουμε ένα καφέ στην κουζίνα μας και βγαίνουμε για να αγοράσουμε μια εφημερίδα, χαζολογώντας στο περίπτερο, είμαστε από την άλλη γραμμή της γραμμής. Από την πλευρά όσων ευνοήθηκαν από τη συγκυρία, όσων είχαν κάπου να πατήσουν για να σταθούν, όσων ξέρουν ότι αν πέσουν κάποιος από τους δικούς του ανθρώπους θα σταθεί δίπλα τους για να τους βοηθήσει. Αφαιρώντας όλες αυτές τις ζώνες προστασίας, βρίσκεται κανείς ξεγυμνωμένος, μόνος και φοβισμένος σε έναν σκληρό κόσμο που κανείς δεν πρόκειται να γυρίσει να σε δει. Εκτός ίσως από κάποιον περίεργο, που μια μέρα θα σε δει να ξυρίζεσαι στην άκρη μιας πλατείας. Μα, κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα.

25 Μαΐου 2014

Ραντεβού στις 31 Μαΐου




Το Σάββατο 31 Μαΐου έχω ραντεβού. Με τους φίλους μου. Με τους γνωστούς μου. Με διάφορους άγνωστους. Με τη συνείδησή μου. Με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Είναι μια μέρα που όσα νομίζω ότι πιστεύω και πρεσβεύω θα έχουν την ευκαιρία να γίνουν επιτέλους μια πολιτική πράξη. Στις 5 το απόγευμα μαζί με όσους άλλους μοιράζονται ίδιες σκέψεις και συναισθήματα, θα βρεθούμε στην πορεία περηφάνιας «Ίδια αγάπη - Ίσα δικαιώματα». Επειδή πιστεύω ότι η ισότητα κερδίζεται στα κείμενα των νόμων. Στις δικαστικές αποφάσεις. Αλλά κυρίως εντός της κοινωνίας. Στη συνείδηση του κόσμου. Με την κατατρόπωση του φόβου και της ντροπής. Με την καταξίωση της ελευθερίας. Με την ανάταση που μας επιφυλάσσει η αλληλεγγύη. Με τις εγγυήσεις που επιφυλάσσουν στον καθένα μας ξεχωριστά τα ανθρώπινα δικαιώματα, όταν αυτά γίνονται πολιτική και κοινωνική ύλη.

Ελπίζω να είναι ένα πανηγύρι χαράς. Μια μέρα συνάντησης, τραγουδιών, αστείων, μπλεγμένων χεριών. Η αφορμή για να δημιουργήσουμε μια μαγιά κοινής συνείδησης. Ότι ο καθένας από εμάς έχει όνομα, ικανότητες, ιδιότητες, δεξιότητες. Κι επίσης, ομορφιά, εξυπνάδα, γοητεία, τη δική του γεύση στον λαιμό. Ότι ο καθένας μπορεί να χαίρεται τον έρωτα όπως, όποτε και με όποιον διαλέξει. Χωρίς ενοχή, χωρίς στιγματισμό, χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς εκφοβισμούς. Ότι η πορεία του στη ζωή θα κρίνεται από την αξιοσύνη του, τις δημόσιες πράξεις του, τη συνεισφορά του στην οικογένεια, τον μικρόκοσμο και την κοινωνία του. Κι όχι από την προτίμησή του στα αντρικά φιλιά ή στις γυναικείες αγκαλιές ή και στα δύο.

Κι επιτέλους, να κηρύξουμε την αρχή του τέλους στη διάχυτη έμμεση κοινωνική διάκριση που καταλήγει σε τόσο άμεσες συνέπειες. Να δούμε τον καθένα μας να απελευθερώνεται από τα δεσμά του, ή έστω, μερικά από αυτά. Να μπορεί ο καθένας από εμάς να κρατάει τον σύντροφο που εκείνος επιλέγει από το χέρι, δημόσια, ανοικτά, χωρίς βλέμματα αποδοκιμασίας και απειλές. Να τελειώσουμε με τις αδερφές, τις πούστρες, τους παράξενους, τα φρικιά, ως αργκό μισαλλοδοξίας. Ας διαγράψουμε ακόμα και αυτά τα αρχικά ΛΟΑΤ. Αλήθεια, πώς θα νιώθατε αν η δική σας ταυτότητα ονομαζόταν ΕΤΕΡΟ; Η αγάπη, η ηδονή, το πάθος, ο πόνος, η προσδοκία για τον άλλο δεν χωράνε σε αρχικά, σε συντμήσεις και αρκτικόλεξα που φτιάχνουν νέες κατηγορίες. Τα σώματα και οι ψυχές συναντιούνται πέρα από τις λέξεις και τους κωδικούς.

Ας ξεχάσουμε τον φανατισμό των ακραίων πολιτικών φορέων και των θρησκειών. Να αποφύγουμε τη λογική των αντίπαλων κερκίδων. Να απεγκλωβιστούμε από τη ρητορική του μίσους, από τον παραλογισμό της διάκρισης με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό, από όποιον επιχειρεί να βάλει φραγμούς στην επιθυμία, να ακυρώσει τον μύχιο πόθο, να ματαιώσει την ύπαρξή μας. Να βάλουμε το μέτρο του ανθρωπισμού στις επιλογές της κοινωνίας μας, μακριά από όρους πλειοψηφίας και μειοψηφίας, εντός ενός αξιακού συστήματος που θα διασφαλίζει την αξιοπρέπεια του καθενός, βασιζόμενο απλώς και μόνο στην ίδια την ιδιότητα του καθενός μας ως ανθρώπου.

Το Σάββατο 31 Μαΐου έχω ραντεβού. Ελπίζω να ανταμώσουμε.

18 Μαΐου 2014

Ένα παλιό χρέος προς τον Χρήστο



Πριν πέντε χρόνια, γράφοντας πάλι παραμονές των ευρωεκλογών, είχα σταθεί στην υποψηφιότητα του Χρήστου Στυλιανίδη. Ανασύρω ένα απόσπασμα από το παλιό μου κείμενο, όπου έγραφα: “Στον Χρήστο που λοιδορήθηκε για την ακλόνητη πίστη του στην ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου, από αυτούς που σήμερα ομνύουν σε ευρωπαϊκές λύσεις, στον Χρήστο που ασχολήθηκε ενεργά με την πορεία ολοκλήρωσης της Ένωσης από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν άλλοι δεν είχαν υποψιαστεί καν τι συμβαίνει στο διεθνές στερέωμα, στον Χρήστο που βίωσε τον σχεδιασμό και την εφαρμογή του Ελσίνκι, όταν άλλοι κυνηγούσαν ουρές και αστερίσκους, χρωστάω κάτι”.

Το χρέος μου, νομίζω, το κατέβαλα, όπως και όποτε μπόρεσα. Μόνο που μένουν πάντα κάτι πάγια, που μου φαίνεται όλο και θα μου αφήνουν ένα ανεξόφλητο υπόλοιπο σε έναν ανοικτό λογαριασμό. Κι αυτό επειδή πάντα κάτι προκύπτει, που έρχεται να μου θυμίσει ότι υπάρχει αντίβαρο στην απογοήτευση και στην έλλειψη ενδιαφέροντος για τα κοινά. Στην πενταετία που μεσολάβησε, συναντηθήκαμε αρκετές φορές, νοερά και κυριολεκτικά. Ρωτούσε, άκουγε, συνδύαζε. Μετρούσε αγωνίες, παρακινούσε διστακτικές ελπίδες, σκεφτόταν τα σημαντικά και τα μεγάλα κι άφηνε τη σκόνη και τα κορδελάκια για όσους ανακατεύονταν με τα πίτουρα. Το είχα πει και παλιά, το λέω και τώρα: μου προκαλεί απορία που δεν αφέθηκε έστω και μία φορά στην ευκολία του λαϊκισμού, στο κεντρί της ατάκας και στη σαγήνη της απόδρασης από την πραγματικότητα, μέχρι να βγάλουν οι άλλοι τα κάστανα από τη φωτιά.

Ο Χρήστος βρέθηκε ξανά στα δύσκολα την τελευταία διετία. Τράβηξε κουπί σε μια απαιτητική προεκλογική εκστρατεία και πριν ακόμα προλάβει να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα, βρέθηκε να παλεύει στα κύματα του Eurogroup. Μπορεί να διαφωνεί κανείς με τις επιλογές και τις αποφάσεις της κυβέρνησης, αλλά ένα πράγμα οφείλει να πιστώσει στον Χρήστο: δεν κρύφτηκε, δεν τα μάσησε, έριξε το βάρος του στο να ληφθούν εγκαίρως αποφάσεις και ξερίζωσε, στον χώρο της δικής του παρουσίας, τη διστακτικότητα και τον φόβο που προκαλεί ακυβερνησία. Μπροστά στην παραλυτική ακινησία των διλημμάτων, ο Χρήστος έσπρωξε τα πράγματα για να κινηθούν. Η τέχνη της κυβερνητικής είναι πολύ σοβαρή δουλειά κι ο Χρήστος απέδειξε ότι αξίζει την εμπιστοσύνη μας. Για τους λόγους αυτούς, μου δημιουργεί χαρά και τιμή ως πολίτη, η σκέψη ότι σε λίγες εβδομάδες θα εκπροσωπεί την πατρίδα μας στις Βρυξέλλες.

Και κάτι τελευταίο, για την πιο βαθιά κοινή μας έγνοια: η λύση του Κυπριακού, αν και φαίνεται να έχουμε ακόμα δρόμο, θα απαιτήσει ανθρώπους που θα την πιστέψουν και που θα την κάνουν να δουλέψει. Το παλιό μοντέλο του πολιτικού, και δη του Κύπριου πολιτικού, δεν μπορεί να μας δώσει κανένα εχέγγυο για το αύριο. Χωρίς λύση, η Κύπρος είναι καταδικασμένη να ζει σε διαρκείς κύκλους κρίσεων και παρακμής. Δεν είναι εύκολο, δεν είναι ευχάριστο. Στα δύσκολα, θα χρειαστεί μετριοπάθεια, σοβαρότητα και ακεραιότητα χαρακτήρα. Στα δύσκολα, θα πρέπει να ζητήσουμε από όσους ξέρουν και μπορούν. Θέλω ο Χρήστος να τραβήξει ξανά κουπί και γι’ αυτό σε λίγες μέρες έχω ξανά εκείνο το μικρό χρέος, που πρέπει να διευθετήσω: μια μονοσταυρία στις 25 Μαΐου.


11 Μαΐου 2014

Κόπανοι και νάρκισσοι




Έχουμε γεμίσει κόπανους και νάρκισσους. Εγώ αυτό έχω καταλάβει. Με συγχωρείτε για τα «γαλλικά» πρωί-πρωί Κυριακής, αλλά εδώ στη σελίδα 14, όπως σας βλέπω και με βλέπετε, είμαστε στήλη άποψης, και αυτό καταλαβαίνω αυτό λέω. Ψάχνω με το φανάρι του γέρο-Διογένη έναν σοβαρό άνθρωπο. Αλλά μάταια. Προσπαθώ να πιαστώ από τους λίγους που απομείναν στον δημόσιο βίο. Κάποιον που να μην είναι ερωτευμένος με το είδωλο που του επιστρέφει ο καθρέφτης. Κάποιον που να μην νιώθει ότι το μπόι του εκτείνεται για άλλο τόσο κάτω από τη γη. Κάποιον που να μην έχει απαντήσεις σε όλα. Κάποιον που να ρωτάει, να μην δηλώνει, να μην κομπάζει.
Λίγοι σοβαροί μας απέμειναν. Κι αυτούς τους λίγους, έχουν βαλθεί να τους φάνε οι υπόλοιποι. Το σύστημα, το κατεστημένο, η ελίτ, οι βλάκες, all the above βάζουν το πονηρό δακτυλάκι τους για να ροκανίσουν όσους προσπαθούν να κάνουν μια απόπειρα, λίγο να ξεστραβώσουν τον γιαλό, λίγο να γυρίσουν το τιμόνι για να μην σκάσει ξανά πάνω στα βράχια. Αργά, ύπουλα, σιωπηρά σαν σαράκι τρώνε από μέσα ό,τι άξιο πάει να στηθεί. Μια μουχλίτσα που απλώνεται κάθε μέρα και λίγο παραπάνω…
Δέστε ας πούμε όλη αυτή την ιστορία με την οικονομία, τις λίστες και τις παραλίστες, τα ονόματα, τους αρμόδιους και πάει λέγοντας. Όποιος κατάλαβε, να σηκώσει το χέρι και να μας πει το μάθημα. Με το φτωχό μου το μυαλό, εγώ βλέπω μετανοημένους πολιτικάντηδες που μιλούν σαν σύζυγοι που, αφού έκαναν την κουτσουκέλα τους, επιστρέφουν στους εξαπατημένους συντρόφους τους. Βλέπω τους ανθρώπους που κινούσαν τα νήματα της οικονομίας και της πολιτικής να περιφρουρούν τους δικούς τους για να μην θιγεί κανείς.
Κι άλλο παράδειγμα, οι ευρωκλογές. Που μας αποκάλυψαν διάφορους τέτοιους. Που η προεκλογική περίοδος λειτουργεί αποενοχοποιητικά για το ψώνιο του καθενός. Δεν είναι κακό - όλοι κουβαλάμε στην καμπούρα μας κουσούρια, ματαιώσεις, απωθημένα. Μόνο που προσπαθώ να μην την πληρώνει ο διπλανός για αυτά. Ας μην γελιόμαστε: θα γελάσει κι ο κάθε πικραμένος την Κυριακή των εκλογών, αφού θα βρεθούμε ενώπιον μιας εκλογικής διαδικασίας με ρεκόρ αποχής και ρεκόρ υποψηφίων. Πώς φτάσαμε ώς εδώ, ούτε που το ‘χω καταλάβει ακόμα…
Καλή η δημοκρατία, δεν λέω. Αρκεί να έχει ποιότητα και βάθος και ουσία. Να έχει προτάσεις, λογική, σχέδιο. Μια κεντρική ιδέα! Δεν είναι δύσκολο: είναι σαν τον τυφλοσούρτη με τον οποίο μας είχαν μάθει να γράφουμε εκθέσεις στο σχολείο: αρχή, μέση, τέλος. Τόσο απλό. Κι ακόμα πρέπει να έχει ανθρώπους μετρημένους, εμπνευστικούς κι ευαίσθητους (ναι, στ’ αλήθεια, το εννοώ). Που να μην σηκώνουν κάθε ριγμένο γάντι που βρίσκουν στο διάβα τους. Όσο και αν φαίνεται αυτονόητο, εδώ που φτάσαμε θα πρέπει να το ματα-ξανα-πούμε: οι εκλογές δεν γίνονται για τους υποψήφιους, για αυτό το χαζοχαρούμενο παιχνιδάκι αυτοπροβολής και αλαζονείας, αυτό το λούνα παρκ των παραφουσκωμένων “εγώ”.
Σε ένα φωτεινό διάλειμμα, συνειδητοποιώ ότι καταφέρνω να ξυπνάω θυμωμένος κάθε πρωί. Είναι απ’ τις λίγες αντιστάσεις που μου έχουν απομείνει.


27 Απριλίου 2014

Χουλιγκομματισμός





Τα πρόσφατα επεισόδια στον ποδοσφαιρικό αγώνα ΑΠΟΕΛ-ΑΕΛ έρχονται να μας υπενθυμίσουν ορισμένες από τις βασικές κακοδαιμονίες του τόπου μας, με τον πιο εμφατικό τρόπο μάλιστα. Κατά την άποψη μου το ζήτημα της αδυναμίας αντιμετώπισης της βίας στον αθλητισμό δεν οφείλεται στην απουσία ή ενδεχόμενες ελλείψεις του ισχύοντος νομικού πλαισίου. Αντίθετα, πάσχουμε σοβαρά στο ζήτημα της εφαρμογής του από τα αρμόδια σώματα και όργανα της πολιτείας. Όσο κι αν ακούγεται τετριμμένο και κλισέ, για όσο καιρό η αστυνομία δεν οργανώνει με σοβαρό τρόπο την αστυνόμευση των αγώνων, τόσο θα εκχωρείται έδαφος στους ανεγκέφαλους να επιδίδονται σε πράξεις βίας εναντίον της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της περιουσίας συμπολιτών μας.

Απ' την άλλη θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η πιο εύκολη λύση είναι να ρίχνουμε την μπάλα στο γήπεδο της αστυνομίας και με αυτόν τον τρόπο να αποφεύγουμε συναφή ζητήματα που παραμένουν στο περιθώριο. Χωρίς να αποκλείω την ύπαρξη άλλων, θα κατέγραφα τηλεγραφικά τα ζητήματα αυτά ως ακολούθως: οι σχέσεις των διοικήσεων με τους οργανωμένους οπαδούς τους, η δημόσια παρουσία των εκπροσώπων τύπου των σωματείων, οι κοινωνικές δυναμικές που οδηγούν στην εκδήλωση παραβατικών συμπεριφορών,  ο τρόπος  λειτουργίας της ΚΟΠ, τα σημαντικά κεφάλαια για συμβόλαια παικτών και τηλεοπτικά δικαιώματα, οι πελατειακές σχέσεις των κομμάτων με τα αθλητικά σωματεία σε σημείο εξάρτησης και ελέγχου και η συνεπαγόμενη συγκάλυψη και ατιμωρησία. Η απαρίθμηση αυτή δεν φιλοδοξεί να καταγράψει στεγανές κατηγορίες ζητημάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν ξεχωριστά. Τουναντίον, η αλληλοσύνδεση τους είναι εμφανής, ειδικά αν αναλογιστεί κάποιος τις διαπροσωπικές σχέσεις επικοινωνίας, ελέγχου και αλληλοεξυπηρέτησης που ευδοκιμούν στο χώρο αυτό.

Κι αυτό με φέρνει στο ζήτημα που δεν κουβεντιάζουμε ποτέ: το κράτος προσπορίζεται σημαντικά οικονομικά οφέλη από το ποδόσφαιρο είτε με άμεσα έσοδα είτε με έμμεσα. Ταυτόχρονα, είναι ένας σημαντικός υποστηρικτής των σωματείων είτε με την χρηματοδότηση τους είτε με την προνομιακή μεταχείριση των οφειλών τους προς αυτό. Επίσης, τα κόμματα επιμένουν να συντηρούν τις σχέσεις συγκοινωνούντων δοχείων με τα σωματεία για να έχουν ευρύτερη πρόσβαση σε μεγάλες μερίδες του εκλογικού σώματος και να επιτυγχάνουν την ευθυγράμμιση της οπαδικής υποστήριξης με τις πολιτικές τους επιλογές και να ρυθμίζουν, κατά το δοκούν, τον θερμοστάτη της αντιπαράθεσης και της πόλωσης. Η ανάμειξη κομματικών στελεχών στα διοικητικά όργανα των σωματείων και του οργανωμένου αθλητισμού είναι η πιο τρανή απόδειξη. Ανεξάρτητα από την παρατήρηση αυτή, ακόμα και στις περιπτώσεις των σωματείων εντός των οποίων δεν κατέχει κάποιο κόμμα δεσπόζουσα θέση, η δημόσια παρουσία των παραγόντων τους προάγει συχνά ένα κλίμα σύγκρουσης και εχθρότητας, που υποθάλπτει τα επεισόδια που κατά καιρούς παρατηρούμε.

Καταληκτικά, θα είχε ενδιαφέρον να ξέραμε, μέσα από τη διενέργεια μιας σοβαρής κοινωνιολογικής μελέτης, τις κοινωνικές και οικονομικές παραμέτρους και προφίλ των ατόμων που εμπλέκονται στα επεισόδια αυτά, ώστε να εξεταστεί η δυνατότητα αντιμετώπισης των προβλημάτων που ενδεχομένως να συντελούν στα επεισόδια. Για αυτά όμως χρειάζεται  σοβαρότητα και συναίσθηση ευθύνης από την πολιτική ηγεσία και ένα ισχυρό μήνυμα από την κοινωνία μας προς αυτήν. Δεν είμαι πολύ βέβαιος ότι ανήκω στην πλειοψηφία...       

 

20 Απριλίου 2014

Πάσχα θα πει διάβαση




Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή που σκάει απ’ τη γη η κρυμμένη ζωή, γυρνάω πίσω στα παλιά κείμενά μου για το Πάσχα. Ύστερα από το πήγαινε-έλα στο εξωτερικό την τελευταία δεκαπενταετία σχεδόν, οι μέρες του Πάσχα μου δημιουργούν την αίσθηση μιας δεύτερης πρωτοχρονιάς μέσα στον ημερολογιακό χρόνο. Είναι οι μέρες που πολλοί από όσους τυγχάνει να βρίσκονται στο εξωτερικό νιώθουν ότι κάτι λείπει. Τα κεριά στην εκκλησία είναι πιο λίγα. Η λειτουργία κρατάει λιγότερο. Οι άνθρωποι γύρω δεν έχουν τα γνώριμα χαρακτηριστικά των ανθρώπων του τόπου σου. Οι μυρωδιές δεν είναι οι ίδιες. Οι ευχές δίδονται σε άλλες γλώσσες. Νιώθεις λίγάκι ξεβολεμένος, με το ίδιο συναίσθημα που αφήνουν εκείνα τα όνειρα όπου βλέπεις γνωστούς σου ανθρώπους σε άλλους ρόλους και γνώριμα μέρη να έχουν χαρακτηρστικά από άλλους τόπους. Η συνήθεια, ο παλιός εαυτός, όσα ήξερες τίθενται σε δοκιμασία.
Αλλά κι απ΄ την άλλη, τα φιλιά έχουν την ίδια αξία, η αγάπη ξεχειλίζει από τις τσέπες μας, η μουσική θα παίξει ελληνικά τραγούδια και όλο και κάποιος θα βρεθεί που θα ξέρει να φτιάξει μια αξιοπρεπή μαγειρίτσα. Είναι ο καιρός της μετάβασης, του περάσματος, της διάβασης. Το μήνυμα, ή τουλάχιστον αυτό που εγώ έχω καταλάβει, είναι ότι ο αγώνας για την υπέρβαση του εαυτού, για το σμίξιμο με τον Άλλο, η προσπάθεια για αλληλεγγύη, η αγάπη ακόμα και γι’ αυτόν που σε μισεί είναι μια δύσκολη ιστορία. Μια ιστορία που μας θυμίζει τα όρια μας, τα οποία είναι πολύ εγγύτερα από όσο θα θέλαμε ή πιστεύαμε ότι απλώνονταν. Ίσως τελικά να μην είμαστε τόσο μεγαλόψυχοι, μας ξεφεύγουν συχνά τα δηλητήρια απ’ το στόμα, αποτυγχάνουμε να δείξουμε καταλλαγή και συμπόνοια.
Είμαστε έτοιμοι να σκαρφιστούμε κάμποσες εύκολες και σαθρές δικαιολογίες για το μικρό ναρκισιστικό μας «εγώ» ή να αναβάλλουμε για έναν αόριστο, μελλοντικό χρόνο όσα σήμερα θα μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο ή έστω να διορθώσουν έστω κι ένα τσίγκο από την παράγκα της ύπαρξης μας ή ακόμα καλύτερα να κάνουν το πέρασμα μας από τον κόσμο να έχει νόημα για εμάς και για τους γύρω μας. Είναι κι αυτό ένα απ’ τα πολλά νοήματα της αγάπης του Πάσχα, της αγάπης ακόμα και προς τον ίδιο τον εαυτό: να προσπαθείς, να βρίσκεις το κουράγιο, τη δύναμη, τον τρόπο να αλλάζεις, να βελτιώνεσαι, να είσαι συνεπής με τη μέσα σου φωνή, να μπορείς να περνάς την γέφυρα απέναντι, να διαβαίνεις την πόρτα προς τον έξω κόσμο, να εγκαταλείπεις την προσωπική σου επικράτεια για να γνωρίσεις τους τόσους άλλους που βρίσκονται εκεί έξω. Έχω προσπαθήσει ορισμένες φορές να κάνω αυτή τη μετάβαση - χωρίς επιτυχία. Σκέφτομαι, όμως, ότι θα έχω πραγματικά αποτύχει αν ποτέ σταματήσω τις απόπειρες μου...

13 Απριλίου 2014

Μια πόλη. Για όλους.





Πριν μια βδομάδα, δώσαμε ραντεβού στην πύλη Πάφου το πρωί. Με το που στάθμευσα αναρωτήθηκα πού είναι ακριβώς η πύλη. Ήξερα τον πυροσβεστικό σταθμό, το άνοιγμα των τειχών προς την παλιά πόλη, αλλά αγνοούσα την ακριβή τοποθεσία της πύλης. Παραξενεύτηκα, αλλά η απορία μου λύθηκε σύντομα όταν είδα μαζεμένο κόσμο μπροστά την ίδια την πύλη, που πλέον αναδεικνύεται από τα έργα αποκατάστασης που γίνονται στην περιοχή. “Αντίο μπετόν, καλωσήρθες πουρόπετρα”, σκέφτηκα, καθώς έβλεπα μέσα από τη μακρόστενη πύλη. Το πρωινό έμελλε να μου λύσει κι άλλες απορίες και να μου ανοίξει έναν ορίζοντα σε νέες ερωτήσεις και φρέσκια γνώση. Η περιήγησή μας στη Λευκωσία μας πήρε σε στενά που είτε τα διαβαίνω συχνά, χωρίς να προλαβαίνω να παρατηρήσω με προσοχή τι συμβαίνει γύρω είτε τα χρησιμοποιώ τόσο σπάνια, που ξεχνώ κι εγώ ο ίδιος την ύπαρξή τους.
Η Λευκωσία μας, λοιπόν, κουβαλά πολλά σημάδια ιστορίας και ανταγωνισμών. Τόσα που κάθε απόπειρα να τα καταγράψω στις 400 λέξεις που μου αναλογούν σε αυτή τη γωνιά κάθε Κυριακή, θα ήταν μάταιη. Όμως μπορώ να αποπειραθώ να σημειώσω τις στάσεις μας σαν τελείες στο χαρτί για να τις ενώσει ο καθένας όπως θέλει, μαζί με τα συναισθήματα και τις σκέψεις μου. Η πόλη έχει πολλούς κρυμμένους θησαυρούς και πολλές άγνωστες ιστορίες. Οι αφηγήσεις των ανθρώπων της παραμένουν καταπιεσμένες από τα κυρίαρχα ιδεολογήματα και τις επίσημες ιστορίες των σχολικών βιβλίων. Είναι κι αυτή μια άλλη μορφή αδικίας. Να πρέπει όλα να ανταποκρίνονται στην κλίνη του Προκρούστη: ό,τι δεν είναι (επαρκώς) εθνικό, ξαναβαφτίζεται στα νάματα της φυλής, υπονοώντας ότι η πόλη είχε ανέκαθεν έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα. Πόσοι από εμάς γνωρίζουμε άραγε για την αλλαγή στην ονοματοδοσία των οδών, ένθεν και ένθεν της διαχωριστικής γραμμής; Μια αλλαγή που δεν είναι καθόλου αθώα και που βέβαια δεν ελαύνεται από πρακτικής φύσεως κίνητρα.
Η βόλτα μάς έβγαλε σε λογιών-λογιών κτίσματα: εκκλησίες, σχολεία, προτομές, αποικιοκρατικά κτήρια, πλατείες, σοκάκια, μνημεία, μαυσωλεία, κατεστραμμένα σπίτια, φυλάκια της Εθνικής Φρουράς, φυλάκια του τουρκικού στρατού, φυλάκια των Ηνωμένων Εθνών. Στ’ αλήθεια, αν δώσεις σημασία, δεν βαριέσαι ποτέ στη Λευκωσία… Και παντού σημαίες, τόσες πολλές που δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ ότι μοιάζουμε στα συμπαθή τετράποδα που φροντίζουν να σημαδεύουν την περιοχή τους, αφήνοντας πίσω… ένα κομμάτι του εαυτού τους.
Στην αρχή ήταν η καθολική και η μαρωνιτική εκκλησία στην πύλη Πάφου, η Φανερωμένη και ο σταθερός βιασμός της πλατείας από τα νεοκαφενεία, παραδίπλα η εκκλησία του Σταυρού του Μισιρίκκου ή το τζαμί Araplar, η Αγιασοφιά από την άλλη πλευρά. Μετά ήταν το χρώμα της ώχρας και τα πράσινα παράθυρα, οι άσπροι τοίχοι και το χαμηλό ύψος δόμησης, το φως της Μεσογείου που σου παίρνει τα μυαλά. Κι έπειτα, οι άνθρωποι του τόπου μας, τα πρόσωπά τους, οι γέροι, τα παιδιά, οι άνθρωποι της γενιάς μου στη βαβούρα και τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας.
Όταν τελείωσε η βόλτα μας, πέρασα από το σημείο διέλευσης στο Λήδρα Πάλας και η στράτα μου διασταυρώθηκε με ένα ζευγάρι νεαρών Ινδών που κρατούσαν το βρέφος τους και έλαμπαν από χαρά. Σκέφτηκα πως αυτή η πόλη μπορεί να μας χωρέσει όλους. Αυτό γιατί δεν το σκεφτήκαμε ποτέ;